Τίποτα δεν ήταν δικό μας
Γύρνα μικρή μου αγνή μου μνήμη μ' όλα τα πράσινα σου φύλλα.
Μες στα βιβλία μας ο ήλιος έβγαινε πάντα εύθυμος και στρογγυλός
Κι οι γέροι όλου του κόσμου ήταν από κέδρο και πρόθυμοι για ιστορίες
Που τέλειωναν πάντα καλά.
Βάστα μικρή μου αγνή μου μνήμη μ' όλα τα πράσινά σου φύλλα.
Τί δωρεές από χάρτινους ουρανούς για ν' αγοράζουν τα χέρια μας
Ν' αγοράζουν το αίμα μας ό,τι σκεφτόμαστε ό,τι αγαπούμε
Κάθε τι που θ' αφήσουμε πίσω μας
Στο μακρινό μέλλον.
Όλ' αγορασμένα κι' υπάκουα στον έμπορα που αναπαύεται
Και συμφωνεί το σπασμό της μητέρας μου
Τη γέννησή μου.
Μικρή μου Τζένη
Δε μπορώ πια να θυμηθώ τίποτα ολότελα δικό μας
Μήτε τη φωνή σου τόσο μοναδική
Μήτε τον ουρανό που κρατούσαν τα μάτια σου
Μήτε τα' αδέξια γράμματά σου βγαλμένα καθώς έλεγες και το πίστευα
Απ' τα βάθη της καρδιάς σου:
Ήταν όλα αιχμάλωτα κι' ατιμασμένα
Αλογάριαστους αιώνες πριν από μας.
Κάτω από μια παλιά σκληρή στέγη
Κάτω απ' τα δίχως γεύση σκέλη του κυρίου
Εμείς μικρή μου Τζένη αγαπούσαμε
Εμείς δειπνούσαμε
Εμείς πλάθαμε όνειρα Τζένη σαν όλα τα παιδιά.
Μνήμη μου από λάσπη κι' αργύρια
Να σ' αφανίσω.
Δίχως κιβωτό (1945-1949)
Απ' το παράθυρο
Στέκομαι και βλέπω απ' το παράθυρο
τμήματα σπιτιών και δρόμων,
ακούω φωνές, αποσπάσματα ομιλιών,
στίγματα που αναζητά η αίσθησή μου, απαθή
αθανασία ασήμαντη πραγμάτων χωρίς μνήμη
που δεν περνούν, καθώς εμείς οι άνθρωποι περνούμε.
Στέκομαι και βλέπω απ' το παράθυρο...
Πόσο πουλάνε τα μαντήλια στο λιμάνι;
Μαντήλια γι' αποχαιρετισμούς που φεύγουν
απ' τα χέρια σαν πουλιά
σαν άνθρωποι που γίνανε πουλιά και μας γυρεύουν
άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και εμείς δεν τους αποζητούμε
άνθρωποι μαντήλια άνθρωποι.
Πράγματα (1950)
Ο σοβάς
Σώριασαν τα χαρτιά
επάνω στα χαρτιά
λόγια και λόγια
στα λόγια
τις παλιές σκεπάσαν
με καινούριες μάσκες
με άλλον ασβέστη
τον ασβέστη.
Είπαν φωλιές
τους τάφους των πουλιών,
ψηλά σκορπίσαν τα φτερά τους
κι είπαν - φωνάζαν - πως είναι
πουλιά
οι άδειοι ίσκιοι.
Μόνο τ' αγάλματα
μείναν αγάλματα
δείχνουν ποιοι είμαστε
μας παίρνουν, αμίλητοι άγγελοι,
τις νύχτες στα φτερά τους.
Πράγματα 2 - Αριθμοί (1962)
Ανασκαφή - ( οι σύντροφοι )
Ι
Όπου και να κοιτάξουμε ραγίζ΄ η εικόνα και πηδά το αίμα των συντρόφων.
Στον λίγο ίσκιο που το μεσημέρι αφήνει γύρω απ' τις ρίζες των σπιτιών
δώθε απ' το καμένο χώμα και τα πελυκυφόρα αμάξια που περνούσαν,
καθώς τρυπάνια σύρματα και κινητήρες αλλάζανε την πόλη,
ήρθαν κρυφά και στάθηκαν η Φλώρινα η Πρέσπα η Κοζάνη κι η Κατερίνη,
χωριά σβησμένα, γλώσσες πλουμιστές μια φορά σαν τα φτερά του παγονιού.
Ήρθαν η χλωρή γκορτσιά, η λεύκα το κορίτσι, ο πρίνος και το κατσίκι
ο χρυσός καπνός και δίπλα
με λερή χλαίνη η Μίρκα η χλόη ξεσκισμένη, ήσυχα γλιστρώντας στο θολό ρείθρο.
- Ξέρεις, εμείς πήγαμε πιο μακριά. Το δύσκολο είν' η απόφαση.
Το δυό και το τέσσερα. Ύστερα όλα τραβούν μοναχά τους.
Κι αυτός εκεί ανάμεσά σας, ένας ήσυχος άνθρωπος με την εφημερίδα
και τα λαχανικά, ίσως αυτός, ένας Γιάννης που σας συνήθισε και τον συνηθίσατε,
βαστούσε το μαχαίρι που με μοίρασε.
ΙΙ
Όπου και να κοιτάξουμε ραγίζ' η εικόνα και πηδά το αίμα των συντρόφων.
Με το καρφί πάνω στην πέτρα γράψανε τη ζωή τους.
Ας πάρουμε τη δύσκολη τούτη χάραξη, βαθιές τομές σταυρωτά.
Όσα φαγώματα στις πλάκες, τόσα γονατίσματα.
Επίμονοι πάλι γύροι στο ίδιο σημείο: τα' αργό ξετύλιγμα του μίτου.
Αυτοί που τον κρατήσαν ως το τέλος χαθήκαν στις στοές,
προς τη μεριά που οι οιωνοσκόποι ακούγανε το φως.
Προς το φανταστικό, τ' αμφίρροπο σημείο του Ζυγού.
Ώ λύπηση αβάσταχτη τα βράδια φυτό πικρό και σκοτεινό,
ρίζες κρυφές στο κάτω χώμα του κορμιού και σε πονούνε.
Και τα ψηλά βουνά δεν μπορείς να τ' αντέξεις.
Τόσοι φίλοι χαμένοι στους σχιστόλιθους να γυρίζουν στον ύπνο μας αθώοι μες στ' άσπρο λινό.
ΙΙΙ
Όπου και να κοιτάξουμε ραγίζ' η εικόνα και πηδά το αίμα των συντρόφων.
Κι όμως η θάλασσα θα 'ρθει και θα δικάσει.
Ότι ο καιρός κι ο δόλος συνάζουνε με υπομονή θα καταποντιστεί.
Σταυροί κι αντένες θα δείχνουν τον βυθό κι εσύ ανάποδα
όπως τώρα, θα ταξιδεύεις στο πυρωμένο κέντρο του πλανήτη.
Γιατί εσένα η θάλασσα σ' έχει πατήσει πια και τέρατα ανέμοι σε μοιράσαν
και κάθετί δικό σου που φύλαγες πληρώνοντας σε νόμισμα ζωντανό.
Η θάλασσα θα 'ρθει και θα δικάσει.
Κι ο άνθρωπος θα πορευτεί πάλι.
Θα φανταστεί το μήλο και το φύλλο.
Θ' απλώσει ένα χαρτί και θα το πει πάλι ουρανό.
Θα στήσει ψηλά έναν κόκκινο ήλιο και θα τον προσκυνήσει.
Χαμηλά, θ' αποθέσει το χόρτο την αίγα και τη γυναίκα.
Στη μέση, σαν βέλος, το Α του παιδιού.
Σχιστολιθικά ( 1974-1979 )
Ο νεκρός ποιητής
Δεν είμ' εδώ που ψάχνεις.
Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
Στ' αβάσταχτο φως του φεγγαριού.
Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.
Τι γυρεύω.
Αφροδίτη 2004
Σπάνοντας το τεχνητό μονοκύτταρο
Αναβλύζεις μέσ' από λόχμες πλαστικές
Θάλλεις σ' ανύπαρχτα χώματα
Σ' αλγεβρικά πεδία
Τις νύχτες χύνεις στα μάτια σου αλουμίνιο
Λάμπεις στις πίστες φθοριούχα
Δεν ξέρεις τι θα πει γιασεμί
Κάνεις το σημείο του έρωτα
Κι εκσπερματώνεις σταθερά ορυκτέλαιο.
|