Α Ρ Κ Ε Ι
Κι εγώ
είμαι ποιος;
Μισό κορμί
μισή ψυχή
φύλακας φροντιστής
συντηρητής
στο τρομαγμένο άλσος
των ευκαλύπτων
κλαδευτής
-μια ζωή-
τώρα
χλωμή περγαμηνή
γέρος αμελητέος
των δέντρων
ταπεινόφρων ίσκιος
τα μάτια μου
στραμμένα καταγής
παίγνιο του Ανέμου
της Σιγής
ξερόφυλλα ξερόκλαδα
θάμνα νεκρά
παλιόχαρτα
-μια ζωή-
μέσα σε μαύρο σάκκο
στοίβαξα τη ζωή μου
Πλην όμως
τις Νύχτες
του πληγωμένου Φεγγαριού
στου άλσους το σαπισμένο
πράσινο θρανίο
μνήμων ακόμη
κι έμφοβος
-μια ζωή-
πικραίνομαι
γιατί άραγες
η ανάλαφρη Αικατερίνα
-του Έρωτος άξια
και των ευκαλύπτων
το πρόσωπο φιλάσθενο
ένα απρόσιτο λευκό
σάμπως κερί
άλλου Καιρού
της εκκλησιάς το αντίδωρο
του Αυγερινού το ασήμι
δόξα
της παπαρούνας το αίμα
στα μαλλιά της-
γιατί άραγες
η Αικατερίνα
-μια ζωή-
δεν επέστρεψε
ποτέ από
την απλή
ανεπίληπτη θάλασσα
γιατί άραγες
η Ανάλαφρη Αικατερίνα
ποτέ;
Κι εγώ
είμαι ποιος;
Χωρίς νερό
χωρίς ψωμί
ιδού
κρατιέμαι
σε τούτη πλέον
τη βαθειά ηλικία
κατάμονος
σκεβρός
στο σαπισμένο
πράσινο θρανίο
άνθρωπος
ο εξοφλημένος των ευκαλύπτων
στα γόνατά μου επάνω
και στους χεριού
τη στερημένη γούβα
μία φέτα φεγγαρόφωτου
ανεπαίσθητη
αρκεί
Αυτός
ο Δείπνος μου
ο Ύπνος μου
(Απόδειπνος, 1990)
ΒΑΘΥΣ Ο ΘΡΟΟΣ
Και ιδού
Έλλην
κατακαλόκαιρος
μεσημεριάτης Ήλιος
από ψηλά
φωνάζει το νησί
με το' όνομά του και
την παραθαλάσσια κόρη
κράζει
του αρχαίου Μαΐστου
Φαιακία...
Ναυσικάα...
Ναυσικάα εσύ που
εις τον Έρωτα της Θάλασσας
-τρέμοντας οι μαστοί σου
ωσάν τόπια-
το γυμνό σώμα παρέδιδες
Ναυσικά...
Τώρα
’νεμοι νέοι
ταξιδεύουν το νησί
στο Αλλού
Κάτω στων Ελαιών
τους λόφους
βορείων γυναικών
ονόματα ξένα
Γιοχάνα Βρουγχίλδη
πρωτάκουστα τρέχουν
κι ο Έλλην
κατακαλόκαιρος Ήλιος
φωνάζει εις μάτην
Μόνον
μες από των ακραίων βράχων
τα κούφια σπλάχνα
σκιαγμένα εκτινάσσονται
αγριοπούλια μαύρα
υψώνονται
βυθίζονται
σε μεγάλα κομμάτια
σχισμένου Φωτός
Βαθύς αποδημητικός
των φτερών τους ο θρόος
κι ωσάν
αναστενάζοντας μόλις
Ναυσικάα...
Ναυσικάα...
Ημερολόγιο Εταιρείας Συγγραφέων, 1995
ΟΙ ΦΛΕΒΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
(απόσπασμα)
Αλλά καθώς προείπαν
στα παληά πανηγύρια της εξοχής
οι πραματευτάδες
οι γελωτοποιοί και οι αλήτες
βόρειοι πανίσχυροι ’νεμοι
αλαλάζοντες εξεχύθηκαν
τα χόρτα και η βλάστηση όλη
αναστέναξαν
όρμησαν τα αιμάτινα
φριχτά μαλλιά της Φωτιάς
από τις σεμνές δενδρώδεις πλαγιές
οργίστηκεν η θάλασσα
και στους βράχους εβλαστήμησε
ημερονύκτια τρία
σαρκοφάγα πτερόεντα
αρπακτικά
από βροντή και σίδηρον
εξέσκισαν
τα πετεινά του Ουρανού
και έτριζεν από φόβο
το κωδωνοστάσιο
στο εξωκλήσι της Ελεούσας Παρθένου
κ' ετότες εφάνηκαν
οι επικατάρατοι κυνηγοί
τυλιγμένοι σε φαιούς επενδύτες
με κείνα τα μισά χάλκινα
φεγγάρια στο κεφάλι
από χείλη σκοτεινά σπηλαιώδη
έβγαιναν κοφτερά θρύψαλα χιονιού
και κρύος ατμός
-έγινεν ο τόπος γόος και χους
γόος και χους-
και τα κίτρινα ραβδιά
των οδοιπόρων
με τα χαμηλόφωτα μάτια
της υπομονής
τα ετσάκισαν οι αδίστακτοι
και ιδού
στα σκεβρωμένα δέντρα του καημού
εκρέμασαν τους οδοιπόρους.
Κι ολοένα εφούσκωναν
των πυρομανών οι φωνές
και υψηλά στην ακρούλα
άρπαξαν δυνατά
τις πλεξούδες της κόρης
με τα δόντια τις έκοψαν
και τις επήραν
άρπαξαν δυνατά
το πουκάμισό της
και το επήραν
και η κόρη απόμεινε
Πελαγία ονόματι
γυμνή και ωσάν από πέτρα
με τους μηρούς αιματόβρεχτους
κι ολοτρέμοντες
και είδε και είδε
από τα δάχτυλά της να εκτινάσσεται
το αθώον εργόχειρο
λευκό κυματιστό πουλί σκοτωμένο
μες στους ογκώδεις καπνούς
να βυθίζεται
και τα επούρανα ερράγισαν
και εφάνηκαν οι μεγάλες
οι κατακόκκινες φλέβες του Θεού
και η Πελαγία
-στο κατώφλι της έσβυσε
το χαμημήλι κι ο δυόσμος-
ολίγο κατ' ολίγον
σωριάστηκε
ούρλιαξε και απέθανε.
|