[...] Με τη Θλίψη του προαστίου ο χώρος δράσης μεταφέρεται στη μεγαλούπολη. Η πόλη, το έχουμε επισημάνει ήδη, αποτελεί απαραίτητο συστατικό του ποιητικού χάρτη του Μαρκόπουλου, επειδή ακριβώς εκεί τελούνται τα πάντα· ιδιαίτερα η μεγαλούπολη, με τις περισσότερες πτυχές και τις αντίστοιχες κοινωνικές διαστρωματώσεις. Οι δυνατότητες, επομένως, των εφαρμογών πολλαπλασιάζονται και μαζί με αυτές των προβλημάτων, των επιπτώσεων, των ανθρώπινων τύπων και της μοίρας τους. Οι πόλεις παρά ταύτα αυτές ενέχουν κάτι το μαγικό, κάτι το υγιές και σφριγηλό, κάτι το πολύ ανθρώπινο. Η ηθική κατάπτωση προμηνύει ασαφώς αλλά αναμενόμενα κάποια αλλαγή, την ελπίδα της αλλαγής, μία σωτήρια μεταπήδηση από την εγκατάλειψη προς αυτό που ευαγγελίζεται η ποίηση του Μαρκόπουλου, στο δικαίωμα για ένα καλύτερο αύριο.
Οι γειτονιές, οι κακόφημες συνοικίες, οι σταθμοί, τα μαγαζιά, τα πορνεία, οι πολυκατοικίες, τα νεκρά αρχοντικά σπίτια, οι Κυριακές, οι έρημοι φαντάροι, οι πουτάνες, οι χασικλήδες, οι νταβατζήδες, οι μοναχικοί τύποι, οι γριές, οι ναυτικοί, οι θυρωροί, μορφές χαρακτηριστικές της δεκαετίας του ’70, με ρόλο κοινωνικό, αφότου ξέμπαρκοι κατέφθαναν στην Αθήνα για να εκπληρώσουν τα επαγγελματικά όνειρά τους, τα αλάνια και τα φτωχόπαιδα, απεικονίζουν την Ελλάδα εκείνης της εποχής, εποχής τραυματικής, που οι πληγές της έχουν την αντιστοιχία τους στα ψυχικά τραύματα των ανθρώπων της, του λαού που ονειρεύτηκε μάταια την αποκατάσταση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την εμφύλια δίνη, αλλά δεν την είδε και τιμωρήθηκε, γιατί οραματίστηκε την αποκατάσταση αυτή δημοκρατική. Οι σκηνές του Μαρκόπουλου, αντί να απωθούν με τη σκληράδα τους, αντίθετα προκαλούν τη συμπάθεια, εναλλάσσονται δε με ιδιαίτερη τέχνη, δημιουργώντας ποικίλους συνειρμούς. Ο ίδιος, μάλιστα, ο αφηγητής-ποιητής με την παρουσία του κάνει πιο πιστευτή την αφόρητη αυτή κατάντια, σκιαγραφώντας αντιστικτικά έναν κόσμο που παλεύει απεγνωσμένα με έναν άλλον αόρατο, παρασκηνιακό, των τακτοποιημένων και των καταφερτζήδων. [...]
|