ΤΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΑ φιλιά μας
μπορούν να διατρέξουν τον κόσμο όλο
αλλά η αγάπη δεν μπορεί να σβήσει τις αποστάσεις
που μας χωρίζουν αιώνια
τον έναν απ' τον άλλον.
Είσαι ένα νησί κατοικημένο από φωνές
και όστρακα
κι ήρθα σε σένα σαν ναυαγός
ν' αγγίξω το θαμμένο μέλι
στα σκοτεινά πέταλα των γοφών σου.
(Από τη συλλογή Το αλληγορικό σχολείο)
ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
Είμαι δεσμώτης κάτω από την υψηλή δικαιοσύνη ενός
χαμόγελου και θλίβομαι άμετρα για τον πλανήτη
που 'χασε όλη την αγνότητα
λουσμένος στον κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας.
Φτηνά ή ακριβά όλα πουλιούνται. Καθετί γίνεται
για να πουληθεί και να πουληθεί γρήγορα.
Ο άνεμος και το κύμα από τους εμπόρους πουλήθηκαν.
Ό,τι γεύτηκαν η ευγένεια και το έγκλημα, ό,τι γνωρίζει
ο έρωτας και η καθημερινή επιθυμία των όχλων,
έχει πουληθεί. Ό,τι η τέχνη
και η επιστήμη αναγνώρισαν, έχει πουληθεί.
Οι ξαναμμένες κραυγές των οδών, εφαρμογές
και ιδέες έχουν πουληθεί. Κάθε πράμα
έχει την αξία του στην αγορά. Τα βρόμικα
εσώρουχα της Μπαρντό αξίζουν όσο ένας Ρέμπραντ.
Η αναρχία των μαζών προβάλλεται στις βιτρίνες
των καταστημάτων. Έχουν πουληθεί τρελά μυστικά
για κάθε ακολασία.
Όλοι δίνουν νωρίς την παραγγελιά τους.
(Από τη συλλογή Ο γυμνός ομιλητής)
ΠΑΡΝΗΘΑ
Και πριν από το σάλπισμα του αγγέλου, θειάφι
κίτρινο ζωηρό και μενεξεδί ζωηρό
πάνω στο βουνό με τη μορφή που έτρεχε σε συνάντησή μου
πίσω από θολό τζάμι.
Δρόμος κανένας για το γυρισμό
δυο αερικά ήρθαν κοντά μου και με παρέσυραν.
Ηλιοβασίλεμα σχεδόν ανεπαίσθητο
και της κόλασης το στόμα ορθάνοιχτο
μετά το σκίσιμο του ουρανού.
’Αρτεμη, γιατί μ'έδιωξες;
Η ώρα σαν ανυπόμονο λεοντάρι με τη χαίτη
ριγμένη προς τα πίσω καταπίνοντας πυρακτωμένα καρφιά.
Ο Όλυμπος κι ο Γολγοθάς δυο πόλοι
του ίδιου ποιήματος.
’γρια μάχη κενταύρων στο βορινό μέρος
τα μπράτσα μου ενάντια στο δαίμονα
και τα κοράκια ψηλά ανακατεύοντας πριονίδι
και παγάκια στη χούφτα μου.
Νοσταλγία του βράχου που πάνω του κάθισε
κάποτε ο Παν παίζοντας τον αυλό
μα δεν κάθεται πια παρά η μαύρη δυσοίωνη
κουκουβάγια από καιρό σε καιρό.
Ο φονιάς άγγελος τράβηξε το σπαθί του
ασήμι λαμπερό και καμφορά στη λαβή του σπαθιού.
Γλίτωσα τη ζωή μου, ένα βλαστάρι ανάμεσα
στα λιθάρια. Κράτησα τη ζωή μου εκεί που
η δύση ήταν κοντά ατενίζοντας το αόρατο
μέσα στον τρόμο και σήκωσα σαν μια πέτρα
το πρόσωπό μου.
(Από τη συλλογή Ο γυμνός ομιλητής)
ΘΕΕ
Είμαι γυμνός από το ρούχο της ευσπλαχνίας σου
άνθρωπε ανώτερε
τροφοδότη τούτων των στίχων
φονιά και πεταλούδα
είσαι συ
είναι
κι η μουσική της γήινης θλίψης·
δυο θεοί που αναβρύζουν απ' τις βρύσες της ανυπαρξίας τους.
Κηπουρέ, αστροδέτη, μαστάρι της θύελλας,
ανθρώπινο αιματοκύλισμα. Αυτό είναι το δώρο σου,
συναγμένη γύρω των πραγμάτων όλων.
Κάνε με ένα παιδί
κάνε με παρακαλώ ένα αμέριμνο πλάσμα
κάνε με έστω στουπί του ήλιου σου
δώσ' μου λέξεις ευνοϊκές. Δαίμονα χρυσομάλλη,
άντρα και κέρατο θείων πορνών
ανυπόφορο ψέμα που τα χείλη μου τρέμισες
στο αιδοίο της καλοσύνης σου
μίλα λοιπόν
χύσε οργασμούς ανθρώπινης ευαισθησίας στη μήτρα της
ποίησης.
Γλυπτό που ταξιδεύεις τ' ομοίωμά μου στο πλαστικό σου
σύμπαν, το χέρι υψώνω στην ικεσία,
ουρλιάζω παράφορος και κτηνώδης,
σε παίρνω στο τηλέφωνο σου ανοίγω την καρδιά μου
καίγομαι πηδώντας έξω απ' το κρέας,
κρατώντας λουλούδια και τη λάβα και ζώντας
στην εμπειρία της θλίψης
για να πληρώσω το γεγονός του δεσμού μου
με τούτον τον κόσμο και τον άλλον κατά πάσα πιθανότητα.
Και είμαι κουλός δεν πιάνουν τα χέρια μου αλήθειες.
Στριφογυρνώ μέσα στο δέρμα σαν έμβρυο σε γέρικη μήτρα,
κόμποι και βόλοι που συμπιέζονται αλληλοσυγκρούονται
και εκρήγνυνται στο μαγικό σκοτάδι
μεμβρανώδη πόδια που φωνάζουν μέσα απ' τα μάτια
μέσα στο κέντρο
ηλεκτρόνια και ενέργειες και σχετικότητες.
Εσύ είσαι ένα κόκαλο που το πετάνε στο σκύλο
Εγώ ένας βλάκας στο Γαλαξία που λέγεται "θλιβερό φωτάκι"
με πεταλίδα, φύκι, ζητιάνο έχω συγγένεια, ψάρι και κάτουρα.
Στημένη η σημαία της νίκης στη γνωριμία της δυστυχίας μου.
Βράχε-φωτιά ή κεραυνέ ή Αγελάδα ή Δία ή Βράχμα
ή Αλλάχ κάνε τούτο το ποίημα να ουρλιάξει
σαν κυκλώνας ντυμένο το άπειρο δέος της διαφθοράς μου.
Είμαι στο έλεός σου· φλόγα που καλπάζει από μια γενιά
στην άλλη νιώθοντας βαριεστημάρα.
Ω λύτρωση που ο νους μου δε σε χωράει.
Ω μαργαρίτα-αποσύνθεση
Η γη λοιπόν είναι το νόμισμα που μ'αυτό
θα ξοφλήσεις το χρέος σου;
’Απολλον Φοίβε διακονιάρη έλα και γέμισε
με το ίδιο σου το πρόσωπο
αυτή τη ζωή μου. Να βγει η ψυχή μου σαν συντριβάνι
έξω από τον τάφο της ύπαρξης παίζοντας τους καημούς του
έρωτα
που 'ναι εξατμίσεις της μηχανής σου.
Μη με σκοτώνεις σιγά σιγά τη μέρα της αποκαθήλωσης
στο απέραντο γέλιο των πυρηνικών βομβών
απανωτά χτύπησε το κουβούκλιο της κοσμογονίας
με των ματιών μου τις πέτρες. Σχημάτισε με τ' άντερά μου
τον καιόμενο φοίνικα σ' ένα πελώριο κουτόσπιρτο.
Ασύλληπτο χάδι ανάμεσα απ' τα διαυγή βλέμματα
των ωραίων θηλυκών αστεριών.
Κατακλυσμέ ανθρωπίνων μελών
πνίξε με για πάντα.
Σκίσε την πόλη με το πέος του πολέμου, σύντριψε
τους ανθρώπους, τα τρένα που έρπουν, τα ιπτάμενα που
φτερουγίζουν κομματιάζοντας τη νάιλον μέρα
σε χιλιάδες κουρέλια μυστηριώδους εξέλιξης.
Ρούφηξε τις γραμμές του ορίζοντα
Βάλε το χρόνο στον τάφο του
κάνε με πέτρα με το κουκούτσι της.
Η κάθε μέρα τελειώνει σαν χαλίκι που γίνεται αέρας
κι ακουμπάει και λάμπει πάνω στη μεγάλη βασιλική νεκρο-
φόρα
την Κυρία Γη.
(Από τη συλλογή Ποίηση 2)
ΑΣΜΑ
Η μηχανή σπάει τις πέτρες σαν κόκαλα μικρού παιδιού
κάποτε συντρίβει τα χέρια του χειριστή πάντοτε
ακολουθεί ένα νόμο.
ο τραγουδιστής Ντύλαν που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα
στον Αμαζόνιο έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας δικό του
νόμο
για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής
απ' την καλύβα και το ποτάμι.
άνοιξε
μία
τρύπα και βούλιαξε μαζί με την κιθάρα
στον Αμαζόνιο ουρλιάζοντας ένα σκοπό αψηφώντας
στα φρεναρίσματα της μηχανής στην αγκαλιά
της πόρνης εκμετάλλευσης
κατέληξε
νικημένος
πια.
το μηχάνημα εξαπέλυσε ένα βλήμα στη σελήνη
αν και θα διαγείρει τις συνειδήσεις των νεκρών.
ο Ντύλαν μπροστά στο χωνί μασούσε χαλίκια
σαν υποταχτικό σκυλί.
γύρω του έσπαγε η κραυγή η πρωτινή του
πάνω σε τζάμια σε γρανάζια σε μάνατζερς
όχι σαν κραυγή που αδυνατεί να τρυπήσει ένα τύμπανο
ή ένα τζάμι, μα σαν οργανισμός από νερό
που πνίγεται στο νερό,
ήρεμα
οργισμένα
και γίνεται ψάρι.
αυτό το χρονικό μιας καλύβας
το ποτάμι ακολουθώντας τον νόμο του το χρήμα σαρώνοντας
τις θελήσεις, μια κοπέλα με παίδευε χθες όλη νύχτα
χτίζαμε έναν πύργο με χάδια το πρωί μας τον γκρέμισαν
ίσως να μην την ξαναδώ, πού θα πάω αλήθεια;
ο Θεός με παιδεύει
ξεκινώντας από ένα σύννεφο κοπριάς μέχρι
το μπρούντζινο άγαλμα του ήρωα
το μυαλό μου είναι θολό από χιλιάδες σαλιγκάρια
κι η παλάμη μου μια εξέδρα καθώς
ταξιδεύει για την Αφροδίτη
ω να 'ξερα να σου μίλαγα, χρόνε,
με διφορούμενα πέδιλα αγώνων σκοτώνοντας νόμους
συμβιβασμούς παραδόσεις ακολουθώντας τον δικό μου νόμο
μα τότε δεν θ' άξιζα όσο μια μηχανή;
(από τη συλλογή Ποίηση)
|