Αγιόκλημα, γιασεμιά πίσω απ' τις πλάτες του. Τον διαπερνούσε μια δροσιά. Κάθεται σιωπηλός. Πρόσωπο ρυτιδιασμένο και μάτια που στάζουν πίκρα. Κοιτάζει την αυλή του κι ακούει μέσα του τη δική του φωνή. Ποιοι να τον είχαν ρίξει στα ορυχεία; Στα ορυχεία όπου έβγαζαν κάρβουνο. ’γνωστοι ή δικοί του τον είχαν πετάξει, εκεί, να χαθεί; Τότε - έχοντας τελειώσει ο εμφύλιος. Που έφυγαν σε άλλες, ξένες χώρες όσοι ακόμα αναπνέαν. Μένοντας πίσω, σε χαράδρες... διάσελα... οι πιο πολλοί. δίχως καν απάνω τους λίγο χώμα. Τότε αυτός - σε ορυχεία. Δεκατρείς χρόνους μέσα σε γαλαρίες. να βγάζει κάρβουνο. Και να τρέχει η σκέψη του σε τούτη την αυλή, όπως είναι τώρα μες στο Μάη. να πετάει ο νους του εδώ για να παρηγορηθεί το εντός του. Που έχει και η ομορφιά μια δική της καλοσύνη. Και χαιρόταν τα μπρισιμάκια που άνοιγαν, σαν από παντοτινά, κάθε πρωί. ακούραστα. Όπως έχουν ανοίξει και τούτη τη μέρα. Λογής λογής κόκκινα, πορτοκαλιά, γαλάζια... Καθώς αύρα της αυγής - μπρισίμια, πανσέδες, βασιλικοί, μαργαρίτες... Κάθε χρόνο να ανασταίνονται ανάμεσα απ' τις πέτρες. Και οι πέτρες να φέγγουν μέσα στη νύχτα έτσι που τις λειάναν βροχές, αγέρας, βήματα. Είναι από τον καιρό των Τούρκων, δεν τις χάλασαν. Κι είναι και λογής λογής πεταλούδες που αστράφτουν στον ουρανό της αυλής. άλλες λευκές κι άλλες με χρώματα φωτερά. Εγκάρδια όλα, όπως σε γιορτή. Τίποτα μη γυρεύοντας εξόν να τα σκέφτεσαι. που, πάντα, υπενθυμίζουν κάτι σπουδαίο. Αλλά τι ακούγεται μες απ' τις πρασινάδες; Μην κινείσαι! Δυο πουλιά ζευγαρώνουν. Κι είναι κι ετούτο που γυρίζει τη μέρα σε γιορτή. Εκεί, μες στη μαυρίλα του κάρβουνου, αφηνόταν να 'ρθει νοερά στο σπίτι του, εδώ, κι ένιωθε ως να 'βγαζε το κεφάλι του ανάμεσα από συντρίμμια - να φωνάξει ή να κάνει ένα νόημα σε κάποιον. Στα ανθρακορυχεία όπου τον είχαν πετάξει, σε χώρες μακρινές του Βορρά. Σε τόπους που έρχεται σκληρός ο χειμώνας και είναι μακρύς. Πηδάει η καρδιά, εκεί, απ' το κρύο. Κι ήταν δικοί του εκείνοι που τον στρίμωξαν και τον ξέχασαν εκεί. Που είχε ρωτήσει : "Γιατί σκοτωθήκαμε αδέρφια μ' αδέρφια; Για ποια ιδανικά;". Κι οπού, αργότερα, θ' ακούσει τον ίδιο τον εαυτό του να λέει : "Δεν μπορείς να ρωτάς".
Έπεφτε το βράδυ. Η γυναίκα του δρόσιζε τα λουλούδια, τις πέτρες. Που δεν ξεχώριζαν ποιες ήταν οι πέτρες, ποια τα λουλούδια -
|