Στιγμές θέρους
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Η Θεανώ γύρω στα τριάντα. Η Ιωάννα, φίλη της Θεανώς, γύρω στα τριανταπέντε. Ο Νίκος και ο Θωμάς γύρω στα τριάντα.
Ευρύχωρη αυλή μεγάλης αγροικίας. Δέντρα, ψηλό χορτάρι. Σε μια άκρη αυτοκίνητα και γεωργικά μηχανήματα. Καλοκαίρι, απόγευμα. Στη μια μεριά της πρόσοψης η Θεανώ και η Ιωάννα όρθιες. Στην άλλη μεριά οι δυο άντρες καθισμένοι σε μια πέτρα.
ΘΕΑΝΩ Έρχονται απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
ΙΩΑΝΝΑ Τώρα δεν μπορείς πια να πεις από τα πιο απίθανα μέρη του κόσμου.
ΘΕΑΝΩ Μπορείς όμως να πεις ότι έρχονται από κει που δεν το περιμένεις. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να είναι και ο γείτονάς σου.
ΙΩΑΝΝΑ Αλλά δεν θα είναι. Κανείς δεν είναι γείτονας πια.
ΘΕΑΝΩ Έρχονται και φεύγουν την ίδια στιγμή.
ΙΩΑΝΝΑ Δεν σταματούν καθόλου.
ΘΕΑΝΩ Δεν αναπαύονται καθόλου. Ούτε αυτοί, ούτε εμείς.
ΙΩΑΝΝΑ Μόνο που εμείς δεν έχουμε ανάγκη από ανάπαυση.
ΘΕΑΝΩ Α, ευτυχώς, ευτυχώς.
ΙΩΑΝΝΑ Αυτές οι λέξεις φαίνονται εντελώς δικές σου όταν τις λες. Βγαίνουν από μέσα σου με φυσικότητα που εκπλήσσει και σένα την ίδια.
ΘΕΑΝΩ Μόλις βγαίνω από την πόλη σταματώ μπροστά μπροστά στο φανάρι.
ΙΩΑΝΝΑ Ποιο φανάρι;
ΘΕΑΝΩ Εκεί έχει μόνο μια διασταύρωση.
ΙΩΑΝΝΑ Πού ακριβώς είναι αυτή;
ΘΕΑΝΩ Εκεί που στρίβει για τη γέφυρα του Ρίο.
ΙΩΑΝΝΑ Έχει φανάρια κι εκεί;
ΘΕΑΝΩ Μέσα στη ζέστη και τα αιωρούμενα σωματίδια.
ΙΩΑΝΝΑ Πήγαινες για Πάτρα;
ΘΕΑΝΩ Όχι, για Πάργα. Προς Μεσολόγγι.
ΙΩΑΝΝΑ Μέσα στη ζέστη;
ΘΕΑΝΩ Στεκόταν κάτω από τον καυτό ήλιο.
ΙΩΑΝΝΑ Ποιός στεκόταν;
ΘΕΑΝΩ Γιατί στέκεσαι μέσα στη ζέστη; ”Είμαι ζητιάνος.” Μέσα στη ζέστη; ”Είμαι ζητιάνος.” Κρατούσε ένα παλιό ακορντεόν.
ΙΩΑΝΝΑ Έπαιζε μέσα στη ζέστη;
ΘΕΑΝΩ Το κούναγε πέρα δώθε. Δεν έβγαινε ήχος. Ο ήλιος ψήνει. ”Δεν νιώθω τίποτε.” Δεν ένιωθε τίποτε.
ΙΩΑΝΝΑ Τι του έδωσες;
ΘΕΑΝΩ Δυο ευρώ.
ΙΩΑΝΝΑ Μόνο δυο ευρώ;
ΘΕΑΝΩ Τι να του έδινα;
ΙΩΑΝΝΑ Πέντε, δέκα, είκοσι ευρώ.
ΘΕΑΝΩ Το σκέφτηκα και γω, αλλά τότε είχα ήδη απομακρυνθεί αρκετά χιλιόμετρα.
ΙΩΑΝΝΑ Τι άλλο σου είπε;
ΘΕΑΝΩ Δεν είπε τίποτε και δεν είπα τίποτε. Πήρε ώρα να ανάψει το πράσινο. Πρόλαβα έτσι και του έδωσα ένα όνομα.
ΙΩΑΝΝΑ Τον είπες ”Ο άνθρωπος με το βουβό ακορντεόν”.
ΘΕΑΝΩ Όχι, σκέτο. Το βουβό ακορντεόν. Τον βρήκα ύστερα από λίγες μέρες τυχαία στο Youtube. Έπαιζε βουβά το όργανό του εκεί που τον είχα συναντήσει με τον ήλιο από πάνω του. Του έγραψα ένα μέιλ σε μια διεύθυνση που βρήκα στο Google και απάντησε αμέσως με τη διεύθυνσή του στο Skype. Από τότε μιλάμε συχνά. Μου παίζει βουβό ακορντεόν στο Skype. Με γοητεύουν τα χέρια του. Παίζει ώρα και γω έχω τα μάτια μου καρφωμένα στα δάχτυλά του.
ΙΩΑΝΝΑ Απαλά χέρια γοητεύουν και μένα.
ΘΕΑΝΩ Ίσως τα χέρια του να μην είναι απαλά. Οι κινήσεις του είναι.
ΙΩANNA Έχω δει τοπία να κινούνται σαν χέρια, να ριγούν πρώτα και μετά να σαλεύουν ελαφρά. Έχω κινηθεί μαζί τους. Τοπία στη Σουηδία, όπου οι λόφοι χορεύουν καθώς οι αγελάδες μένουν ακίνητες και καταγράφουν. Μέσα στην απουσία απειλής.
ΘΕΑΝΩ Έχει τις κινήσεις ανθρώπου που δεν κουράστηκε ποτέ, που δούλεψε πολύ στη ζωή του και πάντα υπό κάθε είδους απειλή, αλλά δεν έδειξε ποτέ κούραση.
ΙΩΑΝΝΑ Λόφοι που σαλεύουν ρυθμικά.
ΘΕΑΝΩ Χέρια χωρίς σκοπό.
ΙΩΑΝΝΑ Τα άγγιξες;
ΘΕΑΝΩ Στο Skype;
ΙΩΑΝΝΑ Στη Ναύπακτο.
ΘΕΑΝΩ Με άγγιξε αυτός.
ΙΩΑΝΝΑ Όταν του έδωσες τα δυο ευρώ;
ΘΕΑΝΩ Όχι. Τότε δεν με άγγιξε καθόλου.
ΙΩΑΝΝΑ Πότε; Πριν ή μετά;
ΘΕΑΝΩ Πριν. Μετά.
ΙΩΑΝΝΑ Πριν ή μετά;
ΘΕΑΝΩ Πριν και μετά.
ΙΩΑΝΝΑ Σε χάιδεψε;
ΘΕΑΝΩ Τα χέρια του ήταν πάνω στην άκρη.
ΙΩΑΝΝΑ Σε ποια άκρη;
ΘΕΑΝΩ Πάνω σε μια άκρη. Αυτό με άγγιξε. Σταματούσε μπροστά σε κάτι.
ΙΩΑΝΝΑ Δεν ήξερε την επόμενη κίνηση;
ΘΕΑΝΩ Την ήξερε, αλλά την έκανε μετά από μικρό δισταγμό. Τα χέρια του έδειχναν να την ξέρουν. Δεν έδειχναν να φοβούνται.
ΙΩΑΝΝΑ Εσύ δεν φοβήθηκες;
ΘΕΑΝΩ Όχι, καθόλου. Ένιωσα οικειότητα, μεγάλη οικειότητα. Μέσα στη ζέστη, σε μέρος άγνωστο για μένα.
ΙΩΑΝΝΑ Στην Ελλάδα ήσουν.
ΘΕΑΝΩ Έβλεπα το ξερό χορτάρι στην άκρη της ασφάλτου, την ασήκωτη σκιά του αυτοκινήτου, τη σκόνη, τα άδεια κουτιά κόκα-κόλας. Ακίνητα μέσα στον καύσωνα. Όλοι καθηλωμένοι από την κάψα. Εκτός από τα χέρια του. Και τη διάθεσή μου.
ΙΩΑΝΝΑ Πώς αισθανόσουν;
ΘΕΑΝΩ Υπέροχα. Ελαφριά, αιωρούμενη πάνω από τον ιδρωμένο χρόνο. Δεν πίστευα ότι θα ερχόταν η επόμενη στιγμή, ότι θα ανάψει πράσινο. Μετά όμως άναψε πράσινο.
ΙΩΑΝΝΑ Αυτός τι έκανε όλο αυτό το διάστημα;
|