First name: |
ΚΩΣΤΑΣ
|
Last name: |
ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ
|
Projects: |
Δεκατεσσάρων ετών έγραψε ένα μυθιστόρημα που όμως χάθηκαν τα ίχνη του.
Λίγο αργότερα άρχισε να γράφει θέατρο και από το 1990 επανήλθε στην πεζογραφία εκδίδοντας το μυθιστόρημα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά (εκατό εκδόσεις, διακόσιες χιλιάδες βιβλία μέχρι σήμερα).
Ακολούθησαν διηγήματα, νουβέλες, καθώς και το μυθιστόρημα Παιχνίδι των τεσσάρων που το συνέγραψε με Τατσόπουλο - Σκούρτη - Σουρούνη.
Το 2000 εξέδωσε και το τρίτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας (είκοσι εκδόσεις - σαράντα χιλιάδες βιβλία μέχρι τώρα).
Τo Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά έχει μεταφραστεί και εκδοθεί στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, τουρκικά, εβραϊκά.
Έγραψε ακόμα μια σειρά αισθητικών δοκιμίων, καθώς και 130 σατιρικά τηλεοπτικά μονόπρακτα με τον τίτλο Εκείνος και... Εκείνος, όπως και πολλές επιφυλλίδες δημοσιευμένες στην εφημερίδα Τα Νέα, με τον τίτλο «Κουβεντιάζοντας».
Θεατρικά του έργα παίχτηκαν από θιάσους του Ελεύθερου Θεάτρου, από το Εθνικό Θέατρο, από το Θέατρο Τέχνης, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από Δημοτικά Θέατρα, καθώς και από θιάσους του εξωτερικού (Κύπρος, Γαλλία, Γερμανία).
Μερικοί τίτλοι παιγμένων θεατρικών έργων του: Ενυδρείο, Μαχαίρι στο κόκαλο, Ο φίλοι, Το Αυτί του Αλέξανδρου, Η Κυρία δεν πενθεί, Επικίνδυνο Φορτίο, Ω! Τι κόσμος Μπαμπά!, Το δίκανο, Ημιτελής συνουσία κτλ.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1990. Σελ. 493 ΙSBN: 960-040-254-Χ
Καλά είναι να συνηθίζει κανείς τα φαντάσματα, Διήγημα, Λέξη 113, 1993.
Το παιχνίδι των τεσσάρων, Μυθιστόρημα (με Πέτρο Τατσόπουλο, Γιώργο Σκούρτη και Αντώνη Σουρούνη). Αθήνα, Καστανιώτης, 1998. Σελ. 298 ISBN: 960-03-2097-4
Κλειστόν λόγω μελαγχολίας, Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1999. Σελ. 402 ISBN: 960-041-491-2
ΔΟΚΙΜΙΟ
Ασκήσεις επί χάρτου Ι, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 210.
ΘΕΑΤΡΟ
(Επιλογή)
Ανθρωποι και άλογα, μονόπρακτο, 1955.
Αρσενική πόρνη, μονόπρακτο, Εστία, 1959, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Σελ. 75 ISBN: 960-344-862-1
Ο Έβδομος, μονόπρακτο, 1962.
Φρενοκομείον ο Κόσμος, 1963.
Επικίνδυνο φορτίο, Κέδρος 1963, 1971.
Οι παίκτες, 1965.
Η κυρία δεν πενθεί, Αθήνα, Θέατρο 67, 1966, 1967, Εστία 1984.
Το δείπνο, 1967.
Μπολερό, 1968.
Το αυτί του Αλέξάνδρου, Κέδρος 1969, 1975.
Ο μπιντές, μονόπρακτο, 1969, Αθήνα, Κέδρος 2000
Το προαίσθημα, μονόπρακτο, 1969, Κέδρος 2000
Ω τι κόσμος μπαμπά, Κέδρος 1972 1974, 1989. Σελ. 98 ISBN: 960-04-1665-6.
Γραφείο με θέα την πλατεία Συντάγματος, Εστία 1972, Θεσσαλονίκη, Fragmenta 1996, Κέδρος 2000.
Μαχαίρι στο κόκαλο, Κέδρος 1973, 1987.
Εκείνος και... Εκείνος, 1973, Κέδρος 1999. Σελ. 350 ISBN: 960-04-1663-Χ
Συζήτηση περί ματαιότητος, μονόπρακτο, Εστία 1973, Θεσσαλονίκη, Fragmenta 1996, Κέδρος 2000
Οι φίλοι, Κέδρος 1974, 1981. Σελ. 115 ISBN: 960-04-0162-4
Το δίκανο, μονόπρακτο. Εστία 1974, Κέδρος 2000
Εθνική Κωμωδία, μονόπρακτο, 1974
Εφημερεύομενεν, μονόπρακτο, 1974
Η Μπουχάρα, μονόπρακτο, Εστία 1975, Κέδρος 2000
Το ρολόι, μονόπρακτο, Εστία 1975, Κέδρος 2000
Ενυδρείο, Κέδρος 1975, 1981. Σελ. 116 ISBN: 960-040-163-2
Η μεγάλη κομπίνα, μονόπρακτο, Εστία 1977, Θεσσαλονίκη, Fragmenta 1996, Κέδρος 2000
Ομνύουν και πάλιν ενέδωσαν, μονόπρακτο, 1978.
Διακοπή ρεύματος, μονόπρακτο, Εστία 1982, Θεσσαλονίκη, Fragmenta 1996, Κέδρος 2000.
Ημιτελής συνουσία, μονόπρακτο, Εστία 1984, Κέδρος 2000
Απαρηγόρητη χήρα, μονόπρακτο, 1984
Μεταφράσεις έργων του:
Αγγλικά
Selected short plays. [μτφρ.]: Andrew Horton. Athens: Anglo-Hellenic, 1975. 125 p.
The ear of Alexander [μτφρ.]: Mary A. Nickles. Athens: Anglo -Hellenic Publishing, 1975. 70 p.
Red dyed hair [μτφρ.] : Fred A. Reed. Athens : Kedros, 1992. 431 p. ΙSBN: 960-04-0577-8
This one and That One [μτφρ.]: Andrew Horton. Harvey, 1975. 127 p.
Γερμανικά
Ihr rotgefarbtes Haar: roman [μτφρ.]: Maria Petersen - Nina Bungarten. Koln: Romiosini, 1997. 519 p. ΙSBN: 3-929889-19-6
Austlug mit Freudinnen. Koln, Romiosini, 2001.
Reinde in Innenraume (Die Erben des Odusseus. Griechische Erzahlungen der Gegenwart. [μτφρ.]: S. Georgalidis, N. Eideneier. DTV, 2001
Die Dame Tragt keine Trauer. Moll-Eckhardt
Γαλλικά
La Rousse aux Cheveux Teints [μτφρ.]: Martine Bertrand - Vassot Hudelot. Paris, Hatier, 1996. 456 p. ISBN: 978-2218-70501-4
Τουρκικά
Kizila Boyali Saclar [μτφρ.]: Costa Sarioglu. Instanbul, OM ROMAN, 2000. 476p. ISBN: 975-6827-16-5
Εβραϊκά
SEAR TSAVOUA ADON [μτφρ.]: Aμίρ Τσούκερμαν, Books in the attic, UEDIOT AHRONOT BOOKS, 1999. 487 p.
|
Birth place: |
Πειραιάς
|
Abstract title: |
Κλειστόν λόγω μελαγχολίας
|
Abstract text: |
Με τα βυζιά έξω
Στις δέκα ακριβώς άρχισαν τα ραδιόφωνα να μεταδίδουν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων εξετάσεων. Το απόγευμα, στις πέντε η ώρα, ο Ιωακείμ Αναγνώστου ήξερε ότι και πάλι, για τρίτη φορά, ήταν εκτός καταλόγου. "Τσογλάνι, τις δύο προηγούμενες πάτωσες έκθεση. τώρα τα βόλεψες με την έκθεση και πάτωσες λατινικά. Συμπέρασμα, κόβονται και χαρτζιλίκια και όλα. Ένα πιάτο φαγητό, και πολύ. Να σε αναλάβουν οι αλήτες που θαύμαζες κι έκανες παρέα. Αν και τώρα την κοπάνησαν κι αυτοί. Μέχρι το πρωί, πάντως, να 'χεις διαλέξει επάγγελμα. αλλιώς, από μεθαύριο στην οικοδομή, μαζί μου. Ανειδίκευτος εργάτης. Λάσπες, μπετά και χαλίκια. Και αν συνεχίσεις να μένεις στο σπίτι, θα πληρώνεις ενοίκιο, φαγητό και θέρμανση. Να σε χαίρεται η πουτάνα η μάνα σου".
Αυτά τα φοβερά και τρομερά του δήλωσε, εν είδει τελεσιγράφου, ο μπαμπάς Ηλίας Αναγνώστου κι έφτυσε στο νεροχύτη. Τώρα τελευταία, εκτός του ότι αισχρολογούσε ασύστολα, όλο έφτυνε. Κάθε πέντε λεπτά έφτυνε. Όπου κι αν βρισκόταν. Σε δρόμους, σε πλατείες, στο σπίτι, παντού. Έφτυνε. Μάλλον νόμιζε πως έτσι εκδικείται την άδικη κοινωνία. Αισχρολογώντας και φτύνοντας.
Η μητέρα του Ιωακείμ, η κυρία Γεωργία, δεν μπορούσε πια να βοηθήσει το γιο της. Βλέπεις, μετά από εκείνη την ανεκδιήγητη "νύχτα των μεγάλων μαχαιριών" που την κυνηγούσε να τη σφάξει ο πατέρας του, δεν ξανάνοιξε το στόμα της, εκτός από μια φορά, όταν δεν άντεχε άλλο να βλέπει τον άντρα της να φτύνει και τόλμησε να του πει να πάει σε γιατρό, γιατί μάλλον θα πρόκειται για κάποια σοβαρή ασθένεια. "Τόσο σάλιο δεν δικαιολογείται". "Δεν είναι ασθένεια", της είπε, "αηδία είναι", και την έσπρωξε για να βγει έξω από το δωμάτιο. "Και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου. Όταν με βλέπεις, να κρύβεσαι".
Αυτό ήταν. Έκτοτε, ζούσε στο σπίτι σαν να ήταν, εκτός από άφωνη, και αόρατη. Ετοίμαζε τα πάντα όταν έλειπαν όλοι. Μόλις άκουγε βήματα, κρυβόταν. Ή σηκωνόταν τις νύχτες, όταν όλοι έπεφταν για ύπνο, να μαγειρέψει, να σιδερώσει, να πλύνει. Οπότε καλά θα κάνει ο Ιωακείμ να μην περιμένει πια καμιά βοήθεια από πλευρά μαμάς. ’σε που τώρα αυτή χρειαζόταν τη δική του βοήθεια. Την αδελφή του; Να μην την υπολογίζει. Αδίστακτη, σκληρή και ρουφιάνα. Ήδη του ζητούσε επιτακτικά να της επιστρέψει τα λεφτά που το δάνεισε, αλλιώς θα τον κάρφωνε στον μπαμπά, γιατί είναι βέβαιη πως ο κύριος όχι μόνο ήξερε ότι το κάθαρμα ο φίλος του ο Ανάστος κανόνισε τη μαμά - "ναι, ναι, μην κάνεις τον ανήξερο" - , αλλά και ότι του έκανε και πλάτες. "Εγώ, μωρή;" "Εσύ, μάλιστα, αλλιώς τι δουλειά είχε να κάνει παρέα μαζί σου ένα κάθαρμα σαν κι αυτόν, και τι δουλειά είχε να 'ρθει στο σπίτι, σε μια στιγμή που απουσίαζε ο μπαμπάς;" "Και επειδή ήρθε στο σπίτι, παναπεί ότι στο άρπα κόλλα κανόνισε και τη μαμά;" "Αυτός μόνο στο άρπα κόλλα κάνει ό,τι κάνει." "Μπα; Εξ ιδίας πείρας ομιλείς;" "Σκάσε." "Απλώς της άρεσε να τον ακούει." "’σε τις μαλακίες. Και να ξέρεις ότι όλ' αυτά δεν τα μαρτυρούσα ως τώρα, για να τελειώσεις πρώτα τις εξετάσεις, να μη λες ότι τα 'κανες σκατά εξαιτίας μου, αλλά, τώρα που τα 'κανες, δεν υπάρχει λόγος να σε καλύπτω. Είσαι κάθαρμα. Ο μπαμπάς έχει δίκιο, τον πούλησες."
Κατόπιν όλων αυτών, ο Ιωακείμ, σε πρώτη φάση, αποφάσισε να τελειοποιήσει το μπιλιάρδο που του 'χε μάθει ο Ανάστος και να ζει από τα στοιχήματα, όπως εκείνος. Ως προς την αδελφή του, για να εξαγοράσει τη σιωπή της και για να της επιστρέψει και τα δανεικά, σκέφτηκε να κλέψει κάτι κοσμήματα-αντίκες της μάνας του και να τα πουλήσει στον μεγαλοεργολάβο της μικρής μας πόλης, τον κύριο Αριστείδη Πανταζή, που είχε πάθος με τις αντίκες και τα αρχαία. Βρισκόταν σε δίλημμα όμως. Να της τα κλέψει ή να της τα ζητήσει; Καλύτερα να της τα ζητήσει. Θα τον καταλάβαινε εκείνη. Μάνα του είναι. Είχε την ελπίδα ότι τουλάχιστον αυτή δεν τον έβαζε στο στρατόπεδο των εχθρών της. Στο κάτω κάτω, το στόμα της κόρης της θα βούλωνε, προς χάριν της, γιατί, αν το άνοιγε, δεν θα έπαιρνε η μπάλα μόνον αυτόν, αλλά κι αυτήν.
Όσο για τον εκβιασμό της αδελφής του, μια μέρα θα του δινόταν η ευκαιρία να την εκδικηθεί. Την προδοσία την έχει στο αίμα της. Κάποτε δεν θα κάνει τις λαδιές της κι αυτή; Τότε θα καταλάβει τι σημαίνει "σε καρφώνω".
Αποφάσισε να μιλήσει στην μητέρα του. Είχε και καιρό να τη δει, με το κρυφτούλι που έπαιζαν στο σπίτι εκείνη κι ο μπαμπάς. Την απέφευγε κι ο ίδιος. Κάπου τον έτρωγαν οι τύψεις. Βλέπεις, αυτός είχε κάνει τότε την ανοησία να πρωτοφέρει στο σπίτι τον Ανάστο. "Γαμώ το, κι αυτός ο ηλίθιος όλα τα θηλυκά της πόλης είχε στα πόδια του. στη μάνα μου πήγε να ριχτεί;" Αν και πίστευε, χωρίς να είναι και βέβαιος, ότι δεν είχε γίνει τίποτα περισσότερο από ένα τρυφερό φλερτ μεταξύ τους, που, πράγματι, αυτό τουλάχιστον το άφηνε να υφέρπει. Του άρεσε η ιδέα. Τη λυπόταν τη μάνα του. Ήθελε και να ταρακουνηθεί λίγο ο πατέρας του. Ήταν τόσο γλυκιά και ευαίσθητη εκείνη, και τόσο πρωτόγονος αυτός. Πρωτόγονος, όχι κακός.
Εν πάση περιπτώσει, μία απ' αυτές τις μέρες, όταν θα 'λειπαν όλοι, θα καθόταν να τα κουβεντιάσει μαζί της, και επ' ευκαιρία θα της πέταγε και τα περί των κοσμημάτων της, αν και πολύ φοβόταν πως ήταν κάπως αργά. δεν ήξερε σε τι κατάσταση θα την έβρισκε. Την είχε εγκαταλείψει στην τύχη της χωρίς να κάνει κάτι γι' αυτήν, κάτι για να την υπερασπιστεί. Αν την υπερασπιζόταν, ήξερε πως αυτομάτως θα' κανε και αμείλικτο εχθρό τον πατέρα του, πράγμα που δεν τον συνέφερε, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, οπότε διάλεξε να κρατήσει ίσως αποστάσεις, με συνέπεια φυσικά αυτή η ουδετερότητά του να αποβεί υπέρ του μπαμπά. και το ήξερε - αλλά ας έκανε κι αλλιώς! "Καλά καθικάκια είμαστε όλοι", μονολόγησε και το προσπέρασε.
Τέλος, πάντων, όπως τα σχεδίασε έτσι και έγιναν. Ένα βράδυ, όταν οι άλλοι έφυγαν να πάνε σ' ένα γάμο, χτύπησε σιγά την πόρτα της, περίμενε λίγο, κι όταν δεν πήρε απάντηση, την άνοιξε. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Την είδε, μέσα στο μισοσκόταδο, καθισμένη στη βαθιά μπεζ πολυθρόνα της, απέναντι απ' την πόρτα, κολλητά στο παράθυρο. Κοίταζε πίσω από τη μισάνοιχτη κουρτίνα, προς το δρόμο.
"Μαμά;" ψιθύρισε. Πάλι δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ο Ιωακείμ έκανε ένα βήμα να την πλησιάσει. Τότε, έκπληκτος, τη βλέπει απέναντι, μέσα στο μεγάλο καθρέφτη, αυτόν που ήταν πάνω απ' το κομό της, χαμογελαστή, μελαγχολική και συνάμα απόκοσμη, μόλις φωτισμένη από το φανοστάτη του δρόμου και με τα βυζιά έξω. Φορούσε τη μαύρη κεντητή της μπλούζα που την είχε εντελώς ξεκούμπωτη - μ' αυτήν τη γνώρισε ο Ανάστος - και με τα βυζιά εντελώς έξω. Στρογγυλά, στητά, με κατάμαυρες ρώγες. Ένα ραδιόφωνο πάνω στο κομό έπαιζε τη Σονάτα του Κρόυτζερ. Είχε δεν είχε κλείσει τα σαράντα η μαμά.
Ο Ιωακείμ ήξερε τον τίτλο της σονάτας γιατί ήταν το κομμάτι που συνήθιζε να παίζει στο πιάνο της, τις νύχτες, η Μαρία του Ανάστου. Την είχε ρωτήσει: "Πως το λένε αυτό που παίζεις;" "Σονάτα του Κρόυτζερ", του είχε πει.
Δεν της μίλησε της μάνας του. Έκλεισε ήσυχα και αθόρυβα την πόρτα - "καλύτερα να τα κλέψω τα κοσμήματα", σκέφτηκε - και έφυγε.
Καθώς κατέβαινε τη σκάλα, άκουσε και το σφύριγμα του τρένου, πράγμα που, χωρίς να ξέρει γιατί, του έφερε μια απέραντη μελαγχολία. Μελαγχολία και θλίψη.
|
|