First name: |
ΑΜΥ
|
Last name: |
ΜΙΜΣ
|
Projects: |
Ποίηση
Bοοk of Amy, Theopress, Λευκωσία, 1972
Κύπρος 74, Κέδρος, 1975 (Δίγλωσσο μετάφραση Τζένη Μαστοράκη)
Η σκιά μου θα τον βαραίνει εκατό χρόνια, Π.Ι.Ο., Λευκωσία, 1978 (μτφ. Τζένη Μαστοράκη)
Έντεκα θαλασσόπετρες για τον Γιάννη Ρίτσο, Διογένης, 1987 (Δίγλωσσο μτφ. Κουντούρη)
Παράφωνος ψαλμός για έναν ατίθασο γλάρο, Γολέμος, Αθήνα, 1994 (δίγλωσσο)
Ο Ρίτσος του Εικονοστασίου, Παπαζήση, Αθήνα 2002
Δοκίμια
Uprooted Human Beings of Cyprus, Υπουργείο Προεδρίας, Αθήνα, 1975
Μεταφράσεις (από τα ελληνικά στα αγγλικά)
Ν. Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας, στην Ισπανία, Simon and Schuster, Νέα Υόρκη, 1963
Ν. Καζαντζάκης, Τόντα Ράμπα, Simon and Schuster, Νέα Υόρκη, 1964
Ν. Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας, στην Αγγλία, Simon and Schuster, Νέα Υόρκη, 1965
Δώρα Στράτου, Οι Ελληνικοί χοροί, Τυπογραφείο Κλισσιώνης, Αθήνα, 1966
Ελένη Καζαντζάκη, Ο Ασυμβίβαστος, Simon and Schuster, Νέα Υόρκη, 1968
Μόντης και Χριστοφίδης, Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης, Πρόοδος, Λευκωσία, 1974
Γ. Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, North Central Publishing Company, Mινεάπολις, Μινεσόττα, 1974, 2η έκδ. σε Συλλεκτική Έκδοση, 2001
Μ. Κορρές, Οίκος Ευγηρίας. Η Ευτυχισμένη Δύση, Αθήνα, 1979
Μ. Κορρές, Το διπλανό κρεββάτι, Αθήνα, 1980
Ι. Καμπανέλλης, Ο Μπαμπάς μας ο Πόλεμος, Αθήνα, 1980
Ε. Κουντούρη, Μάταια τραγούδια, Βασιλείου, Αθήνα, 1984
Νικολιτσέας, Κύκλιον Αίμα, Αthina-Kisba, Λονδίνο, 1986
Γ. Νεγρεπόντης, Περσεφόνη, ΄Αλφα-Τσοκόπουλος, Αθήνα, 1986
Νικολιτσέας, Γραφή παρανόμων, Φιλιππότη, Αθήνα, 1988
Σπ. Πλασκοβίτη, Η κυρία της βιτρίνας, Κέδρος, 1995
Γ. Ρίτσος, Το εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, (τόμοι 1,2,3), Κέδρος, 1996
Μ. Χάκκας, Διηγήματα από το Κοινόβιο κλπ. Κέδρος, 1997
Π. Καβανα, Η μεγάλη πείνα, 1999 (σε συνεργασία με την Ρούλα Κακλαμανάκη)
Γ. Ρίτσος, Το εικονοστάσιο Ανωνύμφων Αγίων (τόμοι 4,5,6), Κέδρος 1999
Γ. Ρίτσος, Το εικονοστάσιο Ανωνύμφων Αγίων (τόμοι 7,8,9), Κέδρος 2001
Τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα του Γ. Ρίτσου, Αετίων, 2002
Αλέκου Παναγούλη: Collected Poems, Παπαζήσης, 2002
|
Address: |
Τ.Θ. 74253
161 10 Καισαριανή
(P.O. Box 74253 Athens 16110 Greece)
|
Birth place: |
Ιρλανδία
|
Abstract title: |
Ο ΡΙΤΣΟΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
|
Abstract text: |
Ο ΡΙΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
"Σφραγισμένα μ'ένα χαμόγελο"
Αφού ο Ρίτσος μεταμορφώνει ακόμη και τις πιο οδυνηρές εμπειρίες της ζωής του σε ολοζώντανες λέξεις μέσα στο Εικονοστάσιο, βρίσκει τη δύναμη να μεταμορφώσει το σκοτάδι σε φως. Αυτή η μαγική διαδικασία της Αλχημείας - Αλχημεία της Ψυχής - του δίνει το χάρισμα να χαμογελάει με το μοναδικό του χαμόγελο. Το χαμόγελο που χαίρεται το "παιδί 75 χρόνων" την ώρα που παίζουν τα περιστέρια στο μπαλκόνι του. Το "μεγάλο χαμόγελο" που του "γεμίζει το στόμα" (9ος τόμος σ. 81) και που ο "εννιάχρονος των 76 χρονών" φροντίζει να μη του "πέσει χάμω". Το χαμόγελο της Μητέρας (όπως τη γνωρίσαμε στην Ψηφίδα 22) εμπλουτισμένο από τα χαμόγελα του θείου Αναξαγόρα και του γέροντα κυρ-Κώστα με τους σπάγκους τους- και το "ουράνιο χαμόγελο" της θείας Ευγενίας την ώρα που σταματάει να παίζει το πιάνο της - και το εξίσου "ουράνιο χαμόγελο" του Πατέρα του Ρίτσου την ώρα που δίνει στο γιο του το δαντελένιο πετσετάκι που έχει πλέξει με τα δικά του χέρια. Και όλα τούτα τα φωτεινά χαμόγελα κορυφώνονται με το χαμόγελο του Μπελογιάννη - βέβαια ο Ποιητής δεν αναφέρει ευθέως το όνομα του Μπελογιάννη, αλλά μιλάει για τον "’νθρωπο με το Γαρύφαλλο" την ώρα που μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, είναι έτοιμος να αντικρίσει το Θάνατο:
"και τι να πεις για το χαμόγελο του Ανθρώπου με το Γαρύφαλλο, αντίκρυ στο θάνατο; Ω είναι πράγματα που μήτε το καλύτερο ποίημα δεν μπορεί να τα πει, και μόνο ένα τέτοιο χαμόγελο τα λέει μια για πάντα. Μ' ένα τέτοιο χαμόγελο θέλω κι εγώ να σφραγίσω τα χαρτιά μου, κι όσα δεν μπόρεσα εγώ να πω να τα λέει αυτό, γιατί το ακούω ασώπαστο βαθιά μου, το έχω, μα δε θα'ταν τίποτα αν το κρατούσα μονάχα για μένα, αν δεν μπορούσα να το δώσω. Γι'αυτό αγωνίστηκαν κι αγωνίζονται πάντα οι αληθινοί ποιητές, οι αληθινοί άνθρωποι, για μια χαμογελαστή αμοιβαιότητα αδελφοσύνης". (7ος τόμος, σ.83)
Και τέλος, αυτό το χαμόγελο (για το οποίο όλοι οι άνθρωποι αγωνίζονται) είναι μόλις ένα βήμα από τη "Χώρα του Χαμόγελου", που εξυμνεί ο Ποιητής στις τελευταίες αράδες του έβδομου τόμου, Σφραγισμένα μ'ένα χαμόγελο.
" Κι ίσως μια μέρα, με μυριάδες αγώνες κι αγρύπνιες κι ανασκαφές μέσα κι έξω μας, μέσα στην ιστορία και στο μέλλον, να φτάσουμε στη Χώρα του Χαμόγελου, εκεί που, πέρα από φυλές, θρησκείες, παραδόσεις, γλώσσες, θα αναγνωρίζει ο άνθρωπος τον άνθρωπο αδελφό του απ'το ίδιο αυτεπίγνωστο χαμόγελο και θα ανταλλάσσουν βλέμματα κι αισθήματα μιας παναθρώπινης δημιουργικής ευχαριστίας." (7ος τόμος, σ. 93)
Ίσως τώρα πια ο Αναγνώστης θα νοιώσει γιατί έχω διαλέξει τη χαμογελαστή φωτογραφία για το εξώφυλλο τούτου του βιβλίου, αν και - από τεχνική άποψη - είναι λιγότερο τέλεια από τη γνωστή μονεμβασιώτικη φωτογραφία, εκεί που φαίνεται ο Ρίτσος πιο αγριωπός από τον ίδιον το "Βράχο της Μονοβασιάς". Αυτή η άλλη φωτογραφία με το "ουράνιο χαμόγελο" - δυστυχώς από άγνωστη πηγή, παρά τις πολλές προσπάθειες ν'ανακαλύψουμε το όνομα του φωτογράφου - με το κρόταφο του Ποιητή μισολουσμένο στο φως, σα να έχει έναν πρα-γματικό φωτοστέφανο -αυτή η εικόνα αιχμαλωτίζει την πεμπτουσία του χαρακτήρα του ώριμου Ρίτσου του Εικονοστασίου. Γιατί μεσ' απ' όλες τις ποικίλες εικόνες στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, ο Ρίτσος έχει αποθησαυρίσει τη χαμογελαστή σοφία ενός εβδομηντάχρονου, οδεύο-ντας προς τα ογδόντα. Έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και με τον Κόσμο, και γνωρίζει σε βάθος τη δική του ψυχή.
Ακριβώς επειδή αυτοί οι εννέα "τόμοι" είναι σχεδόν τα τελευταία κείμενα που πρόλαβε ο Ποιητής να συγγράψει πριν από το θάνατό του, αντιπροσωπεύουν πολύτιμο απόσταγμα από τις πιο βαθείες πηγές του "είναι" του. Συνειδητά συνθέτει αυτό το Έργο, το Εικονοστάσιο, κάτω από τη σκιά του θανάτου, με επίγνωση ότι ίσως να μην προλάβει να το ολοκληρώσει. Πράγματι, είναι σχεδόν σα να μη θέλει να το ολοκληρώσει, σα να μην αντέχει να το τελειώσει, για να μην τελειώσει ο ίδιος. Σα να έχει γίνει αυτό το έργο ένα είδος σανίδας σωτηρίας, και γι'αυτό διστάζει να το αποχωριστεί, μην τυχόν και βυθιστεί ο ίδιος σε κάποιο απύθμενο χάος.
Τελικά όμως, μόλις πλησιάζει "Το Τέλος" αιωρούμενος πάνω στο χείλος της Αβύσσου, ο Ποιητής έχει μάθει πια το ύστατο μάθημα: πώς να χαίρεται την κάθε φευγαλέα στιγμή, έστω και αν είναι η τελευταία.* Κι έτσι, με τις πιο εκστατικές του λέξεις, αν και βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, έχει πια αποκτήσει τη δύναμη να τραγουδήσει την ολοφώτεινη ευγνωμοσύνη του για τη ζωή:
"Το στόμα μου ψάχνει για ένα γνήσιο μεγάλο ευχαριστώ. Κάθομαι, λοιπόν, αντίκρυ στην μπαλκονόπορτα, ανοιχτή προς την Πάρνηθα, μ'ένα σανίδι στα γόνατά μου, και πάνω στο σανίδι τα άσπρα χαρτιά, ένας γέροντας με τους χαρταϊτούς, και θυμάμαι, ονειρεύομαι, στοχάζομαι, φαντάζομαι, μαντεύω, προφητεύω (ναι, προφητεύω, κι ας είναι φουσκωμένη απ'την κακοπάθια τούτη η λέξη), σωπαίνω και γράφω, γράφω όχι μονάχα για σένα και για μένα, κι ούτε ξέρω για ποιους και πόσους ανθρώπους, για ποιους και πόσους αιώνες, γράφω καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο "πολυγράφος", ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς του ανοίγουν, - κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ'την ευτυχία της γλώσσας, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μα ποτέ ποτέ δε χορταίνω. Ευχαριστώ, είπα." (6ος τόμος, σ.132)
Πιστεύω ότι αυτά τα λόγια θα'ταν ίσως το πιο ταιριαστό "επιτύμβιο"- ένα ζωογόνο, "εικονοστασιολογικό επιτύμβιο" για τούτον τον Ποιητή των Ποιητών, τον οποίον ο Νερούντα αναγνώριζε σαν πνευματικό αδελφό και ο Αραγκόν θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή του καιρού μας.
* Όπως και ο Φάουστ του Γκαίτε, που αποθησαύριζε την κάθε φευγαλέα στιγμή της έκστασης "zum Augenbicke sagen: verweile doch! Du bist so schon." (στη φευγαλέα στιγμή να πεις: "Περίμενε! Είσαι τόσο ωραία")
Από το "Βιβλίο της ΄Αμυ"
H IΛΙΑΣΣΑ, ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ
Τρεμουλιάζουσα μέσα στη μέση του πουθενά
η Ιλιάσσα
εμφανίζεται από άλλον "σαφρανί πλανήτη"
η Γελωτοποιός του Υπερπέραν
αγγελική μορφή δίχως ηλικίας δεν ανήκει σε καμία εποχή
σαλτιμπάγκος με το μπερέ του Ρέμπραντ
ξυπόλυτη εργάτρια με τη μπλε φόρμα της φάμπρικας
ξωτικό με το λαιμό του κρίνου σαν εύθραυστο κοτσάνι
να αιωρείται πάνω από τους κόλπους της Σαπφικής γης
ανάμεσα στους νυσταγμένους λόφους και τις πανάρχαιες
αμμουδιές της Ερεσσού
η Ιλιάσσα Μητέρα δίχως να γεννήσει
το χαμόγελό της είναι μόνο για τη νεογέννητη σελήνη.
η ίδια παραμένει μετέωρη ενάντια στη γκρίζα στρατόσφαιρα
πάντα σαν σαφράνι
παντού απόκληρη, περιπλανώμενη στις μεγαλουπόλεις, διάττοντας
μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
* * *
Η Ιλιάσσα πλησιάζει τη Γυναίκα με τον ΄Ανδρα - στο - Φεγγάρι:
"Πάψε να φοβάσαι, γυναίκα ακρωτηριασμένη στο Διάστημα
διαλυμένη σε μύρια κομμάτια, βυθισμένη στην αγνωμοσύνη.
πάψε πια να κλαψουρίζεις. γνώρισες ήδη την εγκυμοσύνη,
έχεις ήδη γεννήσει, χαίρεσαι παιδί με σάρκα και καρδιά.
Τώρα πια αρκεί η άλλη εγκυμοσύνη που καρποφορεί
μονάχα με το σπόρο της ποίησης.
Γύρισε στην αληθινή πατρίδα σου, στην Ποίηση, μόνη σου.
Ανακάλυψε ξανά τη δική σου φωνή, μόνη σου.
Τόλμησε να σταθείς μόνη ολομόναχη.
* * *
Και συνεχίζει η Ιλιάσσα, Γελωτοποιός του Υπερπέραν:
"Γυρεύοντας τη γαλήνη της θάλασσας
κυνηγώντας την ταραχή της θάλασσας
να κοιμηθείς ξάγρυπνη στη θάλασσα
να ξυπνήσεις κοιμισμένη στη θάλασσα
μόνη σου ολομόναχη.
΄Ελα, ακολούθησέ με, θα σε συνοδέψω
στη θάλασσα της Λιόκρουσης
εκεί που ο ήλιος ανατέλλει
κι η σελήνη
δύει
την ολόιδια στιγμή...".
(Απόσπασμα)
Από "ΕΝΔΕΚΑ ΘΑΛΑΣΣΟΠΕΤΡΕΣ για τον ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ"
Στο κλουβί του νου της παγιδεμένα φτερά
λυγερού κορμιού
ικανά να σαλέψουνε μόλις εκείνη πλαγιάσει
τυλιγμένα σε σεντόνια φορτωμένα αγρύπνια
(αδιαπέραστη όπως να κρύβονταν
στη μήτρα της Μάνας)
γεύεται όσες ανείπωτες λέξεις δεν έμελλε
να ειπωθούν
σβουρίζει τη φαντασία της μέχρι τρέλας
σβουρίζει
σβουρίζει
τα πάντα σβήνουν και σβήνουν
στην ανούσια ανυπαρξία
ανούσια σαν αποχαυνωμένος αποχαιρετισμός
δίπλα σε μεταλλικό ανελκυστήρα
όταν ανάβει ηλεκτρική λάμπα
τρομαγμένη γαζέλλα σε φως εκτυφλωτικό
σκληρό κελλί κατεβαίνει στο κενό
άδεια βρεφικά καρότσια
άδειοι δρόμοι στο άδειο χάραμα
άδεια υπόγεια
καπνισμένες οροφές στον υπόγειο διάδρομο
από πασχαλιάτικες λαμπάδες
κι απόκρυφα ονόματα
Νίνεβε
Νίνεβε
(ότι εκείνη δε μπορούσε να είναι
ότι εκείνη δε μπορούσε να έχει)
Μέχρι το τέρμα της στερνής στερνής διάβασης
άθελα της βουλιάζει
σαν ατομική βόμβα ανεβαίνει ξανά
σπάζει ηχητικό φράγμα στείρας ύπαρξης
καίει τα καψαλιασμένα φτερά της
μ'εκρήξεις σε ηφαιστειακά διαλείματα
ανατιναγμένη κάθε χάραμα
[Mετάφραση: Ελευθερίας Κουντούρη]
Από: "Παράφωνος Ψαλμός για έναν Ατίθασο Γλάρο"
Ονειροπόλε μου εσύ, ξεπέζεψες εδώ, μα σαν τον ευγενή
Ιππότη-της-Θλιμμένης Μορφής
λαχταράς δικαίωση να δώσεις στην κυρά σου
με χέρια καθαρά
να την χαϊδεύεις ντροπαλά ψηλαφητά απαλά
κι απαλά σαν απριλιάτικη βροχή να την νοτίζεις
Ονειροπόλε μου εσύ, με μένα ήσουν πάντα το παιδί
που όφειλες να παραμένεις
ονειροπόλε μου εσύ, τα μάτια σου τα θαλασσογέννητα
βυθίζονται σε ρέμβη
ονειροπόλε μου εσύ, στο βασίλειο βαθύτατου ύπνου
κοιμήσου δίχως οδύνη
άφησε εμένα να'μαι η πανοπλία σου
Πάμε σπίτι τώρα σπίτι είναι όπου κι αν είμαστε μαζί
εσύ είσαι το σπίτι μου όχι, ήσουν το σπίτι μου
είμαι δίχως σπίτι πια
άπτερη πλανιέμαι στη γη καταδικασμένη να σέρνομαι
στα χνάρια της σκιάς σου
γλάρος κι εγώ με ραγισμένο φτερό
ψυχοραγώ
όμως άφησε με λίγο ακόμη να ζήσω
του νου σου το σελάγισμα
να τραγουδήσω
[Μετάφραση: Amy Mims]
|
Awards: |
Υποτροφία Marshall στην Οξφόρδη (1959). Υποτροφία Φούλμπράιτ στην Ελλάδα (Έρευνα για την Φραγκοκρατία στην Ελλάδα και στην Κύπρο) (1960). Υποτροφία A.A.U.W (Έρευνα για τον Πόντο και την Κύπρο, 1969). Λογοτεχνικό Βραβείο για πρωτότυπη μελέτη σχετικά με τον Σαίξπηρ, Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, 1997
|
|