ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ


ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
 More about author: 
First name:  ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
Last name:  ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Projects: 

Πεζογραφία

ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ, διηγήματα,εκδ. Ενδοχώρας,Γιάννινα 1961

ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ,διηγήματα,Αθήνα 1971.

ΑΚΡΟΚΕΡΑΥΝΙΑ,νουβέλες,Κέδρος 1976.

ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ, Κέδρος1978

ΔΥΤΙΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ,μυθιστόρημα. Κέδρος 1980

ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ Τ΄ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (Επανέκδοση),Θεμέλιο 1982.

ΚΑΛΑΜΑΣ ΚΙ ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ,διηγήματα,εκδ. Στιγμή 1985 και Κέδρος 1990

Ο ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ, μυθιστόρημα, Κέδρος 1987

ΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΟΣ,διηγήματα, Κέδρος 1993

 ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ, πεζογραφήματα, Κέδρος 1997

ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΟΡΚ,διηγήματα, Κέδρος 1999

ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΥΣΗ,διηγήματα,Ελληνικά Γράμματα 1999 στη σειρά «Γραφές της αθωότητας».

Η ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ, διήγημα, Μεταίχμιο 2001

ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ, [Πεζογραφήματα- Χρονογραφήματα], εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004.

ΤΟ ΜΟΤΕΛ- ΚΟΜΜΩΤΗΣ ΚΟΜΗΤΩΝ (Νουβέλα), εκδ. Κέδρος 2005.

ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΓΛΥΚΑ (Ιστορίες) Μεταίχμιο,2008


Δοκίμια, Μελέτες

ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, δοκίμια, Καστανιώτης 1983.

ΜΕ ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ, ερμηνευτικά δοκίμια,Σοκόλης 1991.

ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΣ ΚΙ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ, κείμενα για  τον Παπαδιαμάντη, Νεφέλη 1994.

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ. (Σειρά: Στα σταυροδρόμια του νεοελληνικού λόγου). εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002,  (Μελέτη)

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ, ερμηνευτικά δοκίμια, Σοκόλης 2007


Ανθολογίες

ΓΙΑΝΝΕΝΑ-ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. (Ανθολογία), Μεταίχμιο 2001.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟ. Κείμενα: Χριστόφορος Μηλιώνης. Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ίσαρης. 2001).εκδ. Μεταίχμιο 2002

Επιμέλεια βιβλίων

ΗΠΕΙΡΟΣ, Αισθητική περιήγηση στο χώρο (Εισαγωγή,Κείμενα, λεζάντες Χ.Μ.). Φωτογραφικό Λεύκωμα: Ν.Δεσύλλα. Εκδ. Σύνολο,1994

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ: Το αγκαθερό φορτίο. Εκδ. Νεφέλη,1994

 

Βιβλία με μεταφράσεις

ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΥΛΗΣ Μεταφράσεις αρχαίων κειμένων (από τον 8ο αι.π.Χ. έως τον 2ον αι. μ.Χ.), εκδ. Γαβριηλίδης,Αθήνα 2002.

 

Βιβλία μεταφρασμένα σε άλλες γλώσσες

 

Ρωσικά

GODI ISPITANI, ed. RADUGA,tr.M.Tomasefskaja-N. Podjemskaja,p. 268.Moscwa,1986. (Περιέχει τα βιβλία: Ακροκεραύνια, Δυτική Συνοικία και τρία από τα Διηγήματα της Δοκιμασίας.

Γερμανικά

KALAMAS UND ACHERON, ROMIOSSINI Verlang. Μτφρ. Hans Eidenaier, Koln 1990. P.152, ISBN 3-923728-48-4

Ιταλικά

SOTTO L΄ AZZURRA SUPERFICIE, racconti (επιλογή), μτφρ Lucia Marcheselli–Louka,ed.Richerche, Trieste 1992. p.162

CAMBIO DI RESIDENZA e altri racconti(επιλογή), μτφρ. Vera Cerencia, Ed. L΄ EPOS, Palermo 1993. P.100
Αγγλικά

ΚALAMAS AND ACHERON, μτφρ. Marjorie Chambers, Kέδρος1996.p.162, ISBN 960-04-1201-4

Γαλλικά

La nouvelle Grecque [Genése et évolution]  -  Traduction-Bibliographie- Index Henri Tonnet. Publications Langues’ ο Nefeli, Athénes 2004,ISBN: 960-211-726-5

 

Διηγήματα του Χ. Μ. έχουν μεταφραστεί επίσης σε Ανθολογίες και ξένα περιοδικά στα Αγγλικά, Αλβανικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Γεωργιανά, Ιταλικά, Ισπανικά, Ολλανδικά,  Ουγγρικά, Ρωσικά,  και Σουηδικά.

 

Σε ανθολογίες και ξένα περιοδικά

 

Αγγλικά 

Carnival [ =“Αποκριά”] από τα Ακροκεραύνια στην (α) GREECE- A  TRAVELER’ S LITERARY COMPANION επιμ.Artemis Leontis, μετ.  Helen  Dendrinou - Kolias,  εκδ. WHEREABOUTS PRESS, SAN FRANCISCO, 1997 USA

Panasonic Video Camera [= “Βιντεοκάμερα Panasonic”], transl. Susan Matthias, π. Mondo Greco, 2/1999, p.119 ,(Beacon Str.,Suite 65),Boston.M.A.02115-1033 U.S.A.

“Computer Virus”.- r. Metamorphoses, vol.10, number 2, Fall 2002, Amberst/ Northmpton, Massachussetts(p.227-231), “Computer Virus”, translated and introdused by Thalia Pandiri (p.295-302).

“Phryne” .-r.Metamorphoses,vol.10, number 2,Fall 2002 Amberst/ Northmpton, Massachussetts etc.:Special Section on Greek Fiktion: Chr. Milionis “Phryne” translated by Martin Mackinsey
“The lutte”,“Induction Ceremony”  From the collection Nessus short: “The lutte” (= το λαγούτο). From the Collection: Elevator Operator:   “Induction Ceremony” (= Η επίσημη υποδοχή),

trad.Thalia Pandiri. π. Metamorphoses, Fall 2001, Vol.9,No 2, Amberst/ Northampton, Massachussetts, USA.

r. Metamorphoses, vol. 13 , number 1, Spring 2005, Amberst/ Northmpton, Mas sachussetts(p 275-277) Christoforos Milionis : “A genuinly smart weapon”, introduced and translated by Thalia Pandiri (=Ένα όπλο πραγματικά έξυπνο, από το Μετρημένα λόγια)

- r.Hellenic Quarterly,No 18, Autumn (Sept.-October-November) 2003, p.11-15: “Greek short story writing” [=Το τελευταίο κεφάλαιο, “το μεταπολεμικό ελληνικό διήγημα”, του βιβλίου του Χ.Μ. Το Διήγημα], tr.Yannis Goumas.- p.34-37: Chr. Milionis: “Photogenic” [= Φωτογένεια], tr.Yannis Goumas.
Greek Writers Today, an Anthology, Vol. I, p.239-240. Εταιρεία Συγγραφέων, Αθήνα 2004 (κακοποιημένα αποσπάσματα από το διήγημα «Η Φρύνη»).ISBN 960-87861-1-8
Angelic and Black- Contemporary Greek Short Stories, edited and translatide by David Connoly, with an Introduction by Vangelis Hatzivassiliou,pp  131-140 [ The Find = ΤοΕύρημα, από τη συλλογή Τα φαντάσματα του Γιορκ] Cosmos Publishing, 2006.

Αλβανικά

Tregime te zgjedhura –Autore te shquar greke te sheckullit XX (zgiodhi eperktheus Romeo Collaku),Botimer «Max»,ISBN 99943-796-9-0,Tirane, Shquiperi,2006.Περιέχει τα διηγήματα: «Για ένα μικρό σπουργίτι» και «Ο φρύνος»( Επιλογή- μετάφραση : Ρομέο Τσολάκου

Γαλλικά 

 “Mere- Grand” [=«Η Μαναμεγάλη»] από το Καλαμάς κι Αχέροντας στην α) ARRET SUR  IMAGΕ-Nouvelles Grecqes, μετ. Pierre Berringer,εκδ.  HATIER 1989

“Mere-Grand” [=“Η Μαναμεγάλη”] από το Καλαμάς κι Αχέροντας, μετ.Pierre Berringer, π.  BREVES, No 4,Villelongue d’ Aude (Paris),1994

“Βιντεοκάμερα Panasonic.- Nouvelles Grecques D’ ΄Epire.Traduction: Departement d’ études Poste-Universitaires Traduction-Traductologie de l’ Université d’ Athénes.(traduction sous la directionpar Marie-Christine Anastasiadi), ed. L’ Harmattan,Paris 2002, ISBN: 2-7475-3447-2 (“Le caméscope Panasonic”= “Βιντεοκάμερα Panasonic” pp21-29)

 Γερμανικά 

 “Μεταπολεμική Πεζογραφία” (δοκίμιο,από το Με το νήμα της Αριάδνης) στο (π) ROLYPTYCHON,No 6-7, Koln 1989 (περιοδικό του Τμήματος Νεοελλ.Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας)

“Vor dem Fluss” [=“Στην άκρη στο ποτάμι”] από τα Ακροκεραύνια στην (α) GRIECHISHE   ERZAHLUNGEN επιμ.- μετ.Danae Coulmas, εκδ. INSEL,Frankfurt 1991

“Die Krote” [“Ο Φρύνος” από το Καλαμάς κι Αχέροντας] στην (α)  GRIECHISHE ERZAHLUNGEN επιμ. Gaby Wurster εκδ. DTV, Munchen 1993 .                  

“Στο Πωγώνι” από το περιοδ. Η λέξη στην (α) Nikos Thanos, Wochin ich auch reise…LITERARISCHE BESCHREIBUNG GRIECHENLANDS ROMIOSINI,Koln 1998.

“Vrakades und Tsoglania


Address: 

Αγαθίου 1,
114 72 Αθήνα


Date of birth:  1932-2017
Birth place:  Περιστέρι Πωγωνίου Ιωαννίνων
Abstract title:  Η Φρύνη
Abstract text: 

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΦΡΥΝΗ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΩΧΡΟΤΗΤΑ της αρχαίας αυλητρίδας, ωχρότητα που μέσα στην παράξενη φαντασία των ανθρώπων στάθηκε η αιτία να δοθεί το όνομα του φρύνου, του πιο σιχαμερού ζωντανού, στο πιο θετικό πλάσμα, στην "πλέον ωραίαν εταίραν πασών των εποχών", που είχε εμπνεύσει έναν Απελλή κι έναν Πραξιτέλη για να φτιάξουν τ' αγάλματα της Αφροδίτης, Αναδυομένη και Κνιδία. Αυτά τουλάχιστον έγραφε η Εγκυκλοπαίδεια - τρεις τόμοι όλοι κι όλοι, οι μόνοι που είχαν απομείνει στο σπίτι μας. Ύστερα χάθηκαν κι αυτοί μέσα στα φοβερά που ακο-λούθησαν. Πάντως ακόμα θυμούμαι τη σελίδα με το γυμνό άγαλμα, που την είχε ποτίσει ο ιδρώτας των χεριών μου κι είχε πάρει κι εκείνη την ίδια ωχρότητα.
Η δική μας Φρύνη είχε πρόσωπο σταρένιο, ψημένο στον ήλιο, και μάτια που πετούσαν σκοτεινές λάμψεις. Κι όσο για το κορμί της -. Τώρα που τα σκέφτομαι όλα, εδώ στο διαμέρισμα της Ιπποκράτους, λέω πως πρέπει να ήμουν ο πιο τυχερός μέσα σ' εκείνον τον κόσμο της "κλειστής κοινωνίας", όπως λένε σήμερα οι σπουδαιολόγοι, όταν μιλούν για κείνον τον καιρό που χάθηκε, λένε, για πάντα. Με κάτι τέτοια με κάνουν να αισθάνομαι πως είμαι ο τελευταίος μάρτυρας και, για να το πούμε αλλιώς, ο άνθρωπος που του 'χε δοθεί η χάρη.
Πάντως ήταν πραγματικά τόσο αγροτική η ζωή μας που μύριζε καβαλίνα και βαρβατίλα, και τόσο κλειστή, που έτσι κι αποτολμούσες να διαβείς τα όριά της, το πιο πιθανό ήταν να βρεθείς μπροστά στα σκοτεινά μάτια των γερμανικών πολυβόλων, που λουφάζανε στις φωλιές τους και φυλούσαν τις διαβάσεις. Όσοι είχαν προλάβει να 'ρθουν από την Αθήνα, τρώγανε ψωμάκι κι ήταν ευχαριστημένοι. Κι ας μην υπήρχε έξοδος πια, επί ποινή θανάτου. Οι άλλοι είχαν αποκλειστεί στην Αθήνα και ψοφούσαν απ' την πείνα - έκφραση που έδειχνε πολύ παραστατικά πως οι συνέπειες ήταν μοιραίες, κάτι σαν αναπόφευκτη αναγκαιότητα, σαν την ομοιοκαταληξία της, Εκείνον τον καιρό οι πιο πολλοί άντρες από τα μέρη μας ταξιδευόντουσαν, έρχονταν πότε πότε στο χωριό, έσπερναν από κανένα παιδί και ξανάφευγαν. Δεν τους σήκωνε ο τόπος.
Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο πατέρας της Φρύνης, Το σπίτι τους ήταν δίπλα στο δικό μας, σχεδόν μια πόρτα, όμως εγώ δεν τον θυμόμουν καθόλου, ίσως και να μην τον είχα δει ποτέ. Αμφι-βάλλω μάλιστα αν τον είχε ποτέ γνωρίσει κι η ίδια η Φρύνη. Μονάχα η φωτογραφία του ήταν πά-ντα στη θέση της, πάνω από το τζάκι τους, σκαλωμένη σ'ένα αγκαθωτό σπαράγγι. Ένας άντρας ψηλός, σκούρος, με τα μάτια αμυγδαλωτά. Σίγουρα σ' αυτόν είχε μοιάσει η Φρύνη.
"’μα τελειώσει ο πόλεμος, θα μας πάρει κι εμάς στην Αθήνα" έλεγε κι εννοούσε τη μάνα της, μια ξυλοπαϊδα φλύαρη κι ανόητη, που χαλούσε τον κόσμο στις φωνές και στη φασαρία, από τα πέντε τα χαράματα, ώσπου να ξεκινήσει για τη δουλειά στα χωράφια. Πότε πότε έπαιρνε μαζί της και τη Φρύνη, αλλά τις πιο πολλές φορές δούλευε συντροφικά με άλλες γυναίκες κι άφηνε τη Φρύνη στο σπίτι για τις άλλες δουλειές. Τι δουλειές δηλαδή; Κανένα σκούπισμα μονάχα, μια και για το φαγητό συνήθως δε γινόταν λόγος.
Ήμουν τότε νομίζω στα δεκατέσσερα, είχα μπει στο Γυμνάσιο - πέντε ώρες με τα πόδια - και μια κι οι δρόμοι είχαν κλείσει, κρατούσα για ην ώρα μονάχα τον τίτλο μου. Το μόνο μου βιβλίο, η λειψή Εγκυκλοπαίδεια που λέγαμε - κληρονομιά του μπάρμπα μου, που ήταν λέει σπουδαγμένος κι είχε πεθάνει προπολεμικά στην Αθήνα, νομίζω από φθίση. Δεν ήξερα πολλά πράγματα γι' αυ-τόν, δεν μιλούσαν πολύ στο σπίτι μας.
΄Eξω από το χωριό ήταν ένα βαθύ ρέμα, κάτω από έναν γκρεμό θεόρατο, όπου φωλιάζανε το όρνια, κι ολόγυρα πυκνή βλάστηση: μεγάλa σφεντάμια, ξεροπλάτανοι και φτελιές, σκεπασμένες από άγρια κλήματα κι αγράμπελες, έτσι που χανόμασταν στα μονοπάτια με τη Φρύνη, τα υγρά και τ' ανήλιαγα. Ύστερα άρχιζαν οι κήποι, μικρές πεζούλες ανάμεσα σε κερασιές και καρυδιές, ως κάτω, ως το ρέμα με τα πολυτρίχια, όπου μεγάλες ιτιές σκύβανε πάνω στο νερό που κυλούσε σβέλτο, αφού πρώτα γκρεμιζόταν απ΄τον ψηλό καταρράχτη μέσα σ' ένα κάτασπρο σύννεφο. Ποτί-ζαμε συντροφικά τους κήπους μας και μετά κατεβαίναμε στο ρέμα.
Συνήθως εκεί κατεβαίναμε μονάχα τ' αγόρια - ο Κόλας, ο Μάχος, ο Γκόντος, εγώ - χωρίς τη Φρύνη, τη Βίτω, τη Μαριάνθη. Όταν έπιανε το κάμα, και τα κατσίκια μας σταλίζανε, γδυνόμασταν και μπαίναμε μέσα στο σύννεφο του καταρράχτη που κάρφωνε παγωμένες βελόνες στα λιγνά κορ-μιά μας. Και το ρέμα να βουίζει από φωνές.
Με τη Φρύνη πλέκαμε εκεί καλάθια. Ολομόναχοι. Σε μια γούρνα είχαμε τις βέργες από τις ιτίες, μικρά δέματα πλακωμένα με πέτρες στο νερό, για να μουλιάζουν, κι εμείς καθόμασταν κάτω από τη μεγάλη φτέλια με τον κισσό. Η Φρύνη μου 'δειχνε πως να φτίαχνω σχέδια, πρώτα πέντε σειρές πράσινες βέργες κι ύστερα άλλες τρεις ξεφλουδισμένες, άσπρες. Ανέβαινε ψηλά ο ήλιος, μεσημέριαζε, έσφιγγε το κάμα, ακόμα κι εκεί κάτω. Εκείνη τότε μάζευε τη φούστα της πάνω από τα γόνατα και τσαλαβουτούσε στα κρύα νερά, ώσπου τα πόδια της γινόντουσαν τριανταφυλλένια. Πόλεμος; Πείνα; Βομβαρδισμοί; Φόβος; Σκοτωμοί; Τίποτε δεν κατέβαινε εκεί κάτω.
Ένα μεσημέρι, κατακαλόκαιρο, που έβραζε ο τόπος απ΄ τα τζιτζίκια, η Φρύνη βόγγηξε ξαφνικά και πέταξε το καλάθι της. "Ουφ, θα πλαντάξω " έκανε και τίναξε πίσω το κεφάλι. Κι ύστερα: "Θα μπω στον καταρράχτη". Και τα μάτια της έλαμψαν. Μου κόπηκε η μιλιά κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Εκείνη πήγε πίσω απ' τα ρείκια, πέταξε πάνω στα κλαδιά το φουστάνι της κι έμεινε με μιαν άσπρη πουκαμίσα. Κι ύστερα σκύβοντας σκαρφάλωσε στα γλυμμένα βράχια που γλιστρού-σαν από τα μούσκλια και την υγρασία. Την τύλιξε το άσπρο σύννεφο του νερού κι εκείνη έβγαζε φωνές που πνιγόντουσαν μέσα στο βουητό. Μονάχα όταν της φώναξα "Φρύνη, θα γλιστρήσεις", την άκουσα που είπε: "Έλα κι εσύ". Αλλά καμώθηκα πως δεν άκουσα.
΄Oταν κατέβηκε κι ήρθε πιο κοντά, η βρεγμένη πουκαμίσα της είχε γίνει διάφανη και κολλούσε πάνω στο κορμί της. Δεν φορούσε τίποτε άλλο. Γελούσε κι έτρεμε. Πήγε πίσω από τα ρείκια και μου φώναξε: "Γύρνα αλλού το κεφάλι σου τώρα, και μην κοιτάξεις, γιατί αλ΄Iμονό σου!" Κι εγώ που είχα γυρίσει αλλού το κεφάλι μου, στράφηκα κάποια στιγμή και την είδα, έτσι όπως δεν την είχα δει ποτέ, μήτε στα όνειρά μου. Φόρεσε αργά το στεγνό της φουστάνι. Ήρθε ύστερα, στάθηκε δίπλα μου και γελούσε. "Για ιδές" είπε. "Εγώ μπήκα στο νερό, κι εσύ τρέμεις".
Από κείνη την ημέρα απόφευγα να βρεθώ μαζί της, προφασιζόμουν πως είχα διάβασμα, όταν μου φώναζε να πάμε να ποτίσουμε τους κήπους, και χανόμουν στην Εγκυκλοπαίδεια, όπου μελετούσα τη φευγαλέα οπτασία της πάνω στ' αγάλματά της - Αναδυόμενη Αφροδίτη και Κνιδία. Δεν ξαναπήγα πια στο ρέμα - σαράντα χρόνια τώρα.
Έτσι κι αλλιώς σε λίγες μέρες όλα αλλάξανε. Έγινε ένα μεγάλο σαμποτάζ πέρα στο δημό-σιο δρόμο κι οι αντάρτες του εφεδρικού - χωριανοί μας δηλαδή - φέρανε τα γερμανικά αυτοκίνητα φορτωμένα ως έξω από το χωριό κι εκεί τα κάψανε. Μας έζωσε ο φόβος και σκορπίσαμε στα ρου-μάνια και στις ποταμιές. Μα οι Γερμανοί αργήσανε να χτυπήσουν, πέρασαν καμιά εικοσαριά μέ-ρες και δε ρίξανε ούτε μια κανονιά. Κάτι άλλο ετοιμάζανε αυτή τη φορά.
Σ' αυτό το διάστημα ζούσαμε στα δάση μια ζωή αλλιώτικη. Τα ζώα είχαν σκορπίσει τα πιο πολλά κι είχαν γίνει κοινόχρηστα, όποιος έβρισκε άρμεγε. Και βέβαια είχαν γίνει κοινόχρηστα και τα σπίτια με ο,τι είχε απομείνει μέσα, και τα ατρύγητα αμπέλια - Αύγουστος ήταν - κι οι λαχα-νόκηποι, όλα στη διάθεση αυτών που τολμούσαν να μπουν κρυφά στο χωριό, όπου υπήρχε κίνδυ-νος να βρεθούν μπροστά στους Γερμανούς. Φέρνανε τα σακούλια γεμάτα με ο,τι προλάβαιναν να πάρουν στ' αρπαχτά, κι όσοι τύχαιναν κοντά τους μαζεύονταν γύρω τους και τα μοιράζονταν. Α-λεύρι, ποιος λίγο ποιος πολύ, όλοι είχαμε και το ψωμί το ψήναμε τη νύχτα μέσα στις σπηλιές, για να μη φαίνεται ο καπνός κι η φωτιά.
Περνώντας οι πρώτες μέρες, αρχίσαμε κάπως να οργανώνουμε τη ζωή μας. Συγγενείς και γειτόνοι μαζευόντουσαν σε χωριστές κρυψώνες μαζί με τα υπάρχοντά τους. Συμμαζέψαμε κι εμείς με τους γειτόνους μας τα λίγα γιδοπρόβατα που είχαμε, φτιάξαμε ένα μικρό κοπάδι και τη νύχτα το κλείναμε σ' ένα παλιό μαντρί ερειπωμένο, χαμένο μέσα στο λόγγο, ποιος ξέρει από πότε. Κοιμό-μασταν εκεί δίπλα τη νύχτα και το φυλάγαμε. Με το χάραμα βγάζαμε τα ζώα στη βοσκή, ώσπου έπιανε η ζέστη και τα κατεβάζαμε για πότισμα στην ποταμιά, που κρατούσε ακόμα λίγο νερό μες στο κατακαλόκαιρο. Έτσι βρεθήκαμε πάλι μαζί: Ο Κόλας,ο Μάχος, εγώ, ο Γκόντος. Και βέβαια η Φρύνη, η Βίτω, η Μαριάνθη.
Όταν μεσημέριαζε, τα ζώα σταλίζανε στους ίσκιους, κάτω από τα μεγάλα πλατάνια, κι ε-μείς ρίχναμε τριχιές στα χοντρά κλωνάρια και φτιάχναμε κούνιες για τις κοπέλες. Μαλώναμε ποιος θα τις κουνήσει πιο πολύ, ιδιαίτερα τη Φρύνη. Θεωρούσα αυτονοήτο πως είχα περισσότερα δι-καιώματα, επειδή τα σπίτια μας ήταν δίπλα δίπλα, σχεδόν μια πόρτα - αλλά ποια σπίτια; Η Φρύνη έβρισκε προφάσεις, για να δίνει τη σειρά μου στον Γκόντο, και ας τον φώναζε Λιάμπη όταν μαλώ-νανε, επειδή ο παππούς του λέει είχε έρθει από την Αλβανία, απ' το Λιμπόχοβο, πολύ παλιά αλλά όπως είναι γνωστό, τα παιδιά δεν ξεχνούνε εύκολα. Ο Γκόντος φορούσε πάντα μια μπλούζα χωρίς μανίκια, μέρα νύχτα την ίδια, σκούρα από τη λέρα. Με τα γυμνά του μπράτσα αγκάλιαζε με δύναμη τη Φρύνη, την έσερνε πίσω απ' όλους μας. Εκείνη λιγωνόταν και γελούσε, έριχνε πίσω το κεφάλι και με τα πόδια της άγγιζε τα φυλλοκλώναρα.
Αύγουστος μήνας, έβραζε ο τόπος, σηκώνονταν τα τραγιά και κυνηγούσαν τις γίδες. Βρώ-μαγε ο αγέρας τραγίλα. Ο Γκόντος είχε ένα μεγάλο τράγο, σωστό δαμάλι. Τον καβαλίκευε συχνά κι εκείνος πήγαινε καμαρωτός σαν δεσπότης, με τον Γκόντο στη ράχη του, τα πόδια του να κρέμο-νται, και με τη γενειάδα του ως κάτω, κίτρινη από τα κατουρλιά. Γιατί όταν τον έσφιγγε η βαρβατί-λα, τέντωνε τον φαλλό του, μακρύ μακρύ, και τον έγλειφε, ώσπου γινόντουσαν μούσκεμα τα γένια του. Ύστερα σήκωνε ψηλά το κεφάλι κατά τον ουρανό κι οσμίζονταν όλος έκσταση, με τ' απανω-χείλι του ανασηκωμένο. Η αψιά του βρώμα είχε ποτίσει και τον ίδιο τον Γκόντο και σε χτυπούσε από μακριά.
Αυτός ο τράγος μας έβαζε σε μπελάδες, γιατί ξεσήκωνε τις γίδες από το στάλο και σκορπίζανε. Εκείνο το μεσημέρι έβαλε στο κυνηγητό μια γίδα κι ούτε εκείνη αποφάσιζε να του σταθεί ούτε αυτός να την αφήσει. Από το κουδούνι καταλάβαμε πως ήταν της Φρύνης. Η Φρύνη αγρίεψε. "Τρέχα, να τον μαζέψεις" του φώναξε. "Τρέχα, γιατί θα τη χάσω, θα τη φάνε οι λύκοι". Ο Γκόντος χασκογελούσε. Εκείνη πείσμωσε. "Τρέχα σου λέω! Λιάμπη, βρωμιάρη" του φώναξε. Ξαφνικά ο Γκόντος συννέφιασε. Τινάχτηκε, και κόβοντας δρόμο από τα μονοπάτια βγήκε μπροστά στα δυο ζώα και τ' ανάγκασε να 'ρθουν κοντά μας. Ύστερα άρπαξε τη γίδα από το κουδούνι και την κρατούσε από τα κέρατα, με το κεφάλι της ανάμεσα στα σκέλια του. Κι ο τράγος ξαναμμένος όπως ήταν όρμησε και την πήδησε εκεί μπροστά μας, με τη γλώσσα πεταμένη έξω, σχεδόν να γλείφει το πρόσωπο του Γκόντου. Όταν κατέβηκε, η γίδα ήταν μαζεμένη κουβάρι κι έτρεμε. Στο διάστημα αυτό η Φρύνη δεν έπαψε να φωνάζει απελπισμένα: "’φησέ την! ’φησέ την!" Κι όταν όλα τελειώσανε "Βρωμιάρη" είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Μουτρώσανε κι οι άλλες κοπέλες. Μουγκαθήκαμε. Η Φρύνη δε σήκωνε πια τα μάτια της να μας κοιτάξει. Κι εγώ ένιωθα πολύ πληγωμένος. Κουβέντα δεν αλλάξαμε ως το βράδυ που μαζέψαμε τα ζώα και τα κλείσαμε στο μαντρί. Τότε κατέβηκε τρέχοντας από τη ράχη ο πατέρας του Κόλα και φώναζε πως οι Γερμανοι καίνε τα χωριά μας. Έφεξε ο τόπος εκεί μέσα στα ρουμάνια, πίσω από τις ράχες.
Τώρα όλα ξεχάστηκαν πια. Και μόνο εγώ τα θυμάμαι ακόμα κι ανεβοκατεβαίνω τις κλίμακες, εδώ στο διαμέρισμα της οδού Ιπποκράτους, όπου δεν ακούγεται ούτε μια φωνή παιδιού, λες και σταμάτησε η ζωή. Κι η Φρύνη, μαρμαρωμένη Αφροδίτη, σαν εκείνες που τεχνουργούσε ο Πραξιτέλης κι ο Απελλής.

 

Από τη συλλογή διηγημάτων Καλαμάς κι Αχέροντας


Awards: 

Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. για το βιβλίο του Καλαμάς κι Αχέροντας (1986)
Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο του Τα φαντάσματα του Γιορκ (2000)

Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2005) για το βιβλίο του Το Μοτέλ-Κομμωτής κομητών.


E-mail:  christoforosmilionis@hotmail.com