ΜΑΡΑΓΚΟΥ ΝΙΚΗ


ΜΑΡΑΓΚΟΥ ΝΙΚΗ
 More about author: 
First name:  ΝΙΚΗ
Last name:  ΜΑΡΑΓΚΟΥ
Projects: 

Τα από κήπων, πoίηση,  Άγρα 1980.( Κρατικός επαιvoς πoίησης 1981)
Αρχή Ινδικτου, πoίηση, Λευκωσία 1987. (Κρατικό βραβείo πoίησης 1988)
Μια στρώση άμμου, διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1990. (Κρατικό βραβείo πεζoγραφίας 1991)
Παραμύθια της Κύπρου, Εκδόσεις Αρμός 1994.
Είναι ο πάνθηρας ζωντανός, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1998 (κρατικό βραβείο πεζογραφίας)
Γιατρός από τη Βιέννη, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 2003
Συνταγές για την Κατερίνα, 2000 Λευκωσία.
Selections from the divan, Λευκωσία 2001
Und sie feierten hochzeit, 2001 Κολωνία
Recipes for Katerina, 2003
Seven tales from Cyprus, Nicosia 2003
Divan, ποιήματα 1967-2000, Ροδακιό, Αθήνα 2005
Doktor ot Bneha, Foundation of Bulgarian Literature, Sofia 2005
Din Famagusta la Vienna, Editura Meronia, Bucuresti 2005
From Famagusta to Vienna, Athens 2005
Το παλικάρι με το τάσι, Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
Ο τσαγγάρης και ο βασιλιάς. Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
Nicossienses, με τον Λιθουανό φωτογράφο Arunas Baltenas, Βίλνιους, Λιθουανία 2006
Ο δαίμων της πορνείας, Μελάνι 2007
Μια νύχτα με τον Αλέξη, Το Ροδακιό [κείμενα, φωτογράφιση] 2007
Γεζούλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2010
Προς αμυδράν ιδέαν, Το Ροδακιό 2013

 

Μετάφραση

Αλεξάνδρεια, (μετάφραση απο τα γερμανικά) του Γιοαχίμ Σαρτόριους, Ροδακιό 1999


Date of birth:  1948-2013
Birth place:  Λεμεσός Κύπρου
Abstract title:  Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Abstract text: 

Η Λευκωσία, έλεγε o Χριστόφoρoς, έχει μια έvταση πoυ τηv δημιoυργεί η πράσιvη γραμμή.
Οσoι είvαι απo δώ λαχταρούν vα πάvε στηv αλλη πλευρά, κι αυτoί πoυ είvαι απo κεί, θέλoυv vα ρθoύv εδώ. Αυτό δημιoυργεί έvα πάθoς στηv πόλη. Η πόλη έχει σχέση με τηv Κωvσταvτιvoύπoλη και τηv Θεσσαλovίκη και καμμιά με τηv Αθήvα.
Καθόμασταv πάvω στηv ταράτσα τoυ Κωσταvτή και γύρω απλωvόταv η πόλη, oι δύo εμπoρικoί δρόμoι, συστάδες απo φoιvικιές, τηv Αγία Σoφία με τoυς δυό μεγάλoυς μιvαρέδες τηv έκρυβαv κάπoια καιvoύργια κτίρια.
-Ηταv τόσo σημαvτική εκκλησία, είπα πoυ γιvόταv εδώ η στέψη τωv βασιλέωv τωv Iερoσoλύμωv και της Κύπρoυ. REGES HIERUSALEM ET CYPRI.
Ακoυγόταv καθαρά η φωvή τoυ Iμάμη. Ηταv Κυριακή και oι δρόμoι άδειoι. Μovo κάπoια ζαχαρoπλαστεία ήταv αvoικτά και κάπoιoι περαστικoί χάζευαv τις βιτρίvες στov πεζόδρoμo. Εβγαινε ένα φεγγάρι τεράστιο σα φέττα καρπουζιού.

Ηρθα στη Λευκωσία στα τέσσερα μου χρόνια. Οταν τέλειωσε η κλινική που έκτιζε ο πατέρας μου κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο, απέναντι από τα δικαστήρια Με το ποδήλατο μου έτρεχα πάνω κάτω στον ατέλειωτο μακρύ διάδρομο της κλινικής. Ερχόμενη από τη Λεμεσό στη Λευκωσία, ακόμα κι εγώ που ήμουν παιδί, ένοιωσα ένα σφύξιμο. Μιά κοινωνία κλειστή των δημοσίων υπαλλήλων, της αποικιοκρατίας, πολύ διαφορετική από τη Λεμεσό των γλεντέδων και των εμπόρων. Πολύ λίγες αναμνήσεις έχω από την περίοδο αυτή, ενώ από τη Λεμεσό θα μπορούσα να περιγράψω κάθε γωνιά.
Στο δημοτικό σχολείο η φαντασία μου ήταν συνεπαρμένη από τον αγώνα της ΕΟΚΑ ενάντια στην αγγλική κατοχή. Υπέφερα πολύ από το γεγονός ότι οι γονείς μου είχαν φέρει στο σπίτι αγγλίδα κουβερνάντα και τους θεωρούσα προδότες.
Τη Λευκωσία τη γνώρισα αργότερα στη δεκαετία του 60 όταν έφηβη πιά κυκλοφορούσα με το ποδήλατο μου στην πόλη.
Μέναμε κοντά στο ποτάμι σε μιά περιοχή με μεγάλα δέντρα, ευκάλυπτους, και φοινικιές πολύ κοντά στην Τουρκική συνοικία της πόλης. Στην Τουρκική συνοικία πηγαίναμε κάθε μέρα με τη μητέρα μου γιατί εκεί ήταν η δημοτική αγορά και το κεντρικό ταχυδρομείο, απ' όπου πέρναμε τα γράμματα του πατέρα μου από το ταχυδρομικό του κιβώτιο. Μου άρεσε η Τουρκική συνοικία, είχα από παιδί μια αγάπη για τα παλιά τα κτίρια, την ιστορία και εύρισκα διάφορες προφάσεις για να πηγαίνω προς τα κεί. Γύρω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας φεύγαν ακτινωτά οι δρόμοι με τα διάφορα επαγγέλματα. Ηταν ο δρόμος των χρυσοχών, ήταν ο δρόμος με τα σιδεράδικα, ό δρόμος με τα υφάσματα. Ο δρόμος των χρυσοχών είχε μικρά καταστήματα με κάτι υποτυπώδεις βιτρίνες. Η πραμάτεια του χρυσοχού ήταν συνήθως στοιβαγμένη σε εγγλέζικα τσίγγενα κουτιά μπισκότων, που τα ανακάτευα με τις ώρες. Εβρισκα, μια καρφίτσα που ήταν χέρι και κρατούσε ένα άνθος, ένα σκουλαρικάκι από το χρυσό εκείνο της Τουρκοκρατίας με πολύ χαλκό μέσα, όλα αυτά ήταν τότε πάμφθηνα κι αγόραζα κάτι όταν μου το επέτρεπε το εβδομαδιαίο χαρτζηλίκι μου. Με εντυπωσίαζαν κάτι αλυσίδες με κουτάκια ασημένια που ήταν για τον κεφαλικό φόρο που επέβαλαν παλιά οι Τούρκοι στους Ελληνες του νησιού κι όποιος δεν πλήρωνε τον φόρο αυτό του κόβαν το κεφάλι. Τα κουτιά αυτά είχαν πάραστάσεις αποκεφαλισμών, τα κοίταγα με τις ώρες μα δεν αγόρασα ποτέ κανένα. Υπήρχαν και πολλές βέρες ασημένιες, τον καιρό του πολέμου του 40 πολλές γυναίκες έδωσαν τις χρυσές τους βέρες και πήραν ασημένιες που έγραφαν "ΑΠΕΛ. ΑΓΩΝ 1940". Οι πιό πολλοί χρυσοχοί ήταν Ελληνες που μετά το 1963 έφυγαν όλοι από κει και σκόρπισαν στους τέσσερεις ανέμους.
Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Μόνο για τα μαθήματα μου επιτρεπόταν να βγαίνω από το σπίτι. Ακόμα και στο British Counsil πήγαινα στα κρυφά. Εβρισκα διάφορα μαθήματα για έχω ευκαιρία να βγαίνω. Είχα ανακαλύψει μια αρμένισσα στην Τουρκική συνοικία που δίδασκε γραφομηχανή και στενογραφία. Στα μαθήματα δεν έλεγε ποτέ όχι ο πατέρας μου γιατί πίστευε πως οι κόρες του έπρεπε να μορφωθούν. Με πρόφαση λοιπόν ότι είχα κάποιο μάθημα το έσκαζα από το σπίτι και συχνά ο δρόμος με πήγαινε στην Τουρκική συνοικία. Οταν ήρθε η εποχή που ξεκινούσαν τα πρώτα φλέρτ με αγόρια, τα πρώτα ραντεβού ήταν πάνω στους τρούλλους της Αγίας Σοφίας. Ανέναινα από τη στενή σκάλα του μιναρέ κι όλη η Λευκωσία απλωνόταν στα πόδια μου μέχρι την οροσειρά του Πενταδακτύλου. Από τον ένα μιναρέ κάλπαζε ο Σεβάχ Θαλασσινός και από τον άλλο ο Τζέην Ωστεν. Διάβαζα ασταμάτητα.
Συνέχισα να πηγαίνω στον Τουρκικό τομέα ακόμα κι όταν στήθηκαν φυλάκια στις δύο πλευρές. Ενα νεαρό κορίτσι με το ποδήλατο, δε σκεφτόταν κανένας να με σταματήσει.
Η διαχωριστική γραμμή έκοβε την πόλη στη μέση ακριβώς στην Οδο Ερμού. Ηταν η περιοχή που περνούσαμε σχεδόν καθημερινά με τη μητέρα μου. Ατέλειωτα μακρόστενα μαγαζιά με γυαλικά, πιάτα, ποτήρια, παιγνίδια, ένας καταρράκτης χρωμάτων, τα πρώτα τότε πλαστικά που με εντυπωσίαζαν με τα χρώματα τους, τσίγγενες κούπες κινέζικες με ψάρια ζωγραφισμένα. Η περιοχή ερήμωσε, τα μαγαζιά μεταφέρτηκαν αλλού, σκόρπισαν, στο καφενείο SPITFIRE, μόλις που διαβάζεις πια την επιγραφή, μιά παλιά βέσπα σε μια χορταριασμένη βιτρίνα, σάκκοι με άμμο, χαρακώματα.
Εφυγα το 1965 από τη Λευκωσία. Πήγα στο Βερολίνο για σπουδές, εκεί βίωσα μιά άλλη Λευκωσία, την νοσταλγία της. Γύρισα πίσω το 1970. Βρήκα μια πόλη αρκετά αλλαγμένη, είχα αλλάξει όμως και εγώ, είχα χάσει τα νερά μου και δεν μπορούσα πιά ούτε να γράψω, ούτε να ζωγραφίσω. Εγραφα άρθρα σε εφημερίδες "για τις νέες τάσεις του Ευρωπαικού σοσιαλισμού" για τα οποία έπερνα πολύ καλά σχόλια αλλά είχα μπολιαστεί από τη βορειοευρωπαική θλίψη. Είχα χάσει τα μολύβια μου. Μόνον τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας με βοήθησαν να ξαναθυμηθώ ποιά είμαι. Η απραξία και οι φοινικιές στον ορίζοντα. Και η θάλασσα.
Πριν από την εισβολή του 1974 η Λευκωσία ήταν σχεδόν μια παραθαλάσσια πόλη. Σε είκοσι λεπτά βρισκόσουν στη θάλασσα ανέβαινε το αυτοκίνητο στο βουνό κι ο δρόμος κατέβαινε κατακόρυφα προς την Κερύνεια προς στη θάλασσα μια μαγεμένη θάλασσα. Συχνά κλείνω τα μάτια και κάνω νοερά το ταξίδι αυτό προς τη θάλασσα Πάνε πια 26 χρόνια. Για να πας πιά σε αντάξια θάλασσα θέλεις δυόμισυ ώρες ταξίδι. Η θάλασσα
χάθηκε από την καθημερινότητα της πόλης. Κοιτάζοντας προς το βορρά το βουνό του Πενταδάκτυλου, που κρύβει τη θάλασσα, βλέπω μια τεράστια Τουρκική σημαία σχηματισμένη πάνω στο βουνό. Αποφεύγω να κοιτάζω τον βορρά.
Περπατώ συχνά στην παλιά πόλη, τη μισή που έμεινε. Ολοι οι δρόμοι καταλήγουν σε φυλάκια. Κατεβαίνω την Οδο Λήδρας, τον παλιό κεντρικό εμπορικό δρόμο, που έχει γίνει πεζόδρομος. Στο βάθος φαίνονται οι μιναρέδες της Αγίας Σοφίας που σε περίοδο ραμαζανιού έχουν κρεμμασμένα ανάμεσα τους χρωματιστά λαμπιόνια. Η εκκλησία της Φανερωμένης, το λουτρό της Εμερκές στη συνοικία με τα μπορδέλα. Το "Εμερκές" προέρχεται από το διπλανό τζαμί Ομεργιέ δηλ. τέμενος του Ομάρ, παλιό μοναστήρι των Αυγουστίνων που έγινε ιερός τόπος για τους μουσουλμάνους όταν σύμφωνα με την παράδοση έμεινε εκεί μιά νύχτα ο Χαλίφης Ομάρ. Αλλά και για τους Λατίνους υπήρξε ιερός τόπος το μοναστήρι. Παλιοί χρονικογράφοι διηγούνται πως εκεί ήταν θαμμένο το άφθαρτο σώμα του Ιωάννη Μοντολίβ. Διηγούνται μάλιστα πως μια γερμανίδα περιηγήτρια που ερχόταν από τους Αγίους Τόπους αφού πέρασε μια νύχτα προσευχής δίπλα στον Αγιο, δάγκωσε ένα κομμάτι από τον ώμο του για να πάρει μαζί της το Αγιο Λείψανο. Το καράβι της όμως δε ξεκινούσε μέχρι που ομολόγησε και έφερε πίσω το κομμάτι που έθρεψε αμέσως πάνω στο νεκρό σώμα.
Η Λευκωσία είναι γεμάτη τέτοιες ιστορίες όπως είναι όλες οι παλιές πόλεις που φέρνουν μαζί τους σα στρωματογραφία τις μνήμες. Πιό κάτω το αρχοντικό του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου και οι παλιές εκκλησίες.
Η παλιά πόλη έχει μια σειρά από ωραίες παλιές εκκλησίες με εικόνες εξαιρέτου κάλλους. Ενα χαρακτηριστικο των κυπριακών εικόνων, που τις ξεχωρίζει, είναι ότι συχνά στο κάτω μέρος της εικόνας είναι ζωγραφισμένος ο δωρητής που πλήρωσε για να ζωγραφιστεί η εικόνα Οι απεικονίσεις των δωρητών είναι μαρτυρίες για την εποχή που ζωγραφίστηκαν. Ετσι βλέπουμε στις εικόνες ολλανδούς εμπόρους, λατίνες κυράδες με δαντέλλες, πανέμορφες πεθαμένες κόρες με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, παιδιά με περίεργα καπέλα. Κατανυκτικές είναι οι λειτουργίες της Αγίας Εβδομάδας στις εκκλησίες αυτές. Με επιτάφιους που στολίζουν οι κοπέλες της γειτονιάς, ανακαλώντας πανάρχαια έθιμα της λατρείας του Αδωνι. Μόνο στην παλιά πόλη μ' αρέσει να παρακολουθώ τις λειτουργίες του Πάσχα. Είναι όλοι εκεί. Ο άντρας δίπλα με το αρχαίο Ελληνικό προφίλ κοιτάζει τα εξαπτέρυγα, οι ρωμαίοι, οι φράγκισσες με το δίχτυ στα μαλλιά, οι Σαρακηνοί ο Μάρκος Διάκονος, η κοπέλλα ντυμένη στα μαύρα, ο θεολόγος με το παλιομοδίτικο κοστούμι, όλοι έκθαμβοι μεσ΄ τα χρυσά και τα βελούδα, "για τον φόβον των Αγαρ".
Οι κάτοικοι έφυγαν από τα σπίτια που συνορεύουν με την πράσινη γραμμή, τη γραμμή που χωρίζει την πόλη στα δυό. Ετσι τα σπίτια αυτά έγιναν εργαστήρια, ο Γαβριήλης ο τενεκετζής, η αποθήκη του Πέτρου του πλανωδιοπώλη όπου φυλάγει τα αμαξάκια του που το πρωί τα γεμίζει ανάλογα με την εποχή με λεμόνια, πεπόνια, κεριά της ανάστασης, δίπλα ο Παύλος ο κουλοχέρης κόβει ξύλα, ο Στέφανος ο λουτράρης και ο κύριος Σπύρος ο παπουτσής. Στον τοίχο με λαδομπογιά η λέξη "ΣΕΒΑΣΜΟΣ". Το βράδυ ερημώνουν οι δρόμοι και όποιος περπατά πάνω στα τείχη με τις φοινικιές υποπτεύεται θάλασσα στην τάφρο ή τουλάχιστον ποτάμι, όμως η Λευκωσία δεν έχει υδάτινες οάσεις να σπάζουν την καλοκαιρινή κάψα της Μεσαορίας, της πεδιάδας που απλώνεται γύρω από την πόλη, κίτρινη το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Είναι μέσα στην κάψα του καλοκαιριού που η Λευκωσία μ' αρέσει πιό πολύ, που έρχεται ένα δυτικό αεράκι το βράδυ και ανασαίνει η καψαλισμένη πόλη. Κι όλοι βγαίνουν στους κήπους και τα μπαλκόνια.
Οταν στις αρχές του αιώνα μεγάλωσε η Λευκωσία και δε χωρούσαν πιά νέα σπίτια μέσα στα τείχη κτίστηκαν οι πρώτες γειτονίες έξω από τα τείχη. Ωραία νεοκλασσικά ή σπίτια αποικιακού ρυθμού μέσα σε ευρύχωρους κήπους. Αυτές είναι και οι πιό ωραιες γειτονιές της πόλης που ευτυχώς διατηρήθηκαν. Γιατί οι καινούργιες περιοχές που κτίστηκαν τα τελευταία χρόνια δεν μπόρεσαν ποτέ να γίνουν γειτονιές. Χρήμα έχει πέσει στη Λευκωσία τα τελευταία χρόνια. Μετά την εισβολή, πολλοί Κύπριοι που έχασαν τα σπίτια και τις δουλειές τους, πήγαν στις αραβικές χώρες, δούλεψαν σκληρά, γύρισαν πίσω και ξανάκτησαν τον τόπο. Φαίνεται ο πλούτος στις καινούργιες περιοχές που απλώνονται. Σπίτια που οι ιδιοκτήτες τους τα φαντάστηκαν μέσα από τα τηλεοπτικά σενάρια και που όταν τα κατοικήσουν ίσως αισθανθούν άβολα. Οι περιοχές αυτές δεν έχουν κάνενα χρώμα, θα μπορούσαν αυτά τα κτίρια τα καινούργια με τις κολώνες και τις πισίνες να βρίσκονται οπουδήποτε.
Είναι η παλιά πόλη που με καθωρίζει και η αίσθηση της ιστορίας που κουβαλά μαζί του κάθε χορταριασμένος τοίχος. Εκεί έχω και την αίσθηση της γεωγραφικής τοποθέτησης της Λευκωσίας προς την Ανατολή. Κι όσο περνούν τα χρόνια εγώ που υπήρξα παθιασμένη ταξιδιώτισσα, δεν αισθάνομαι πιά την ανάγκη να φεύγω. Είναι ώρες που μου φαίνεται ότι όλος ο κόσμος έχει περιοριστεί στον κήπο μου, όπου

Παρέα με τov γεωμέτρη και τov κηρoπλάστη
φύτεψα φέτoς τριαvταφυλλιές στov κήπo
αvτι vα γράφω πoιήματα
τηv εκατόφυλλη απo τo σπίτι με τo πέvθoς στov Αγιo Θωμά,
τηv εξηvτάφυλλη πoυ έφερε o Μίδας απo τηv Φρυγία,
τηv Μπαγκσιαvή πoυ ήρθε απo τηv Κίvα,
μoσχεύματα απo τη μovαδική μoυσσιέττα πoυ επέζησε
μεσ'τηv παλιά τηv πόλη,
αλλα πρoπαvτώς τηv Rosa Gallica πoυ έφεραv oι σταυρoφόρoι,
πoυ αλλιώς τηv λέμε και δαμασκηvή,
με τo εξαίσιo αρωμά της.

Παρέα με τov γεωμέτρη και τov κηρoπλάστη
αλλά και τov τετράvυχo, τov τίγρη, τov φυλλoδέτη,
τη μηλoλόvθη, τη χρυσόμυγα,
τo αλoγάκι της Παvαγίας πoυ τα τρώει oλα,
θα μoιραστoύμε φύλλα, πέταλα, oυραvό,
στov αφάvταστo αυτό κήπo
κι αυτoί κι εγώ περαστικoί.


 


Awards: 

Κυπριακός Κρατικός Έπαινος Ποίησης (1981).
Κυπριακό Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1987) και Πεζογραφίας (1990).
Το 1998 πήρε το βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια.
Και το 2006 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο της Divan.