ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ ΠΑΝΟΣ


ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ ΠΑΝΟΣ
 More about author: 
First name:  ΠΑΝΟΣ
Last name:  ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ
Projects: 


Πεζογραφία

Εν Αγκαλιά de Κρισγιαούρτι y otros Ταχυδράματα y Historias Περίεργες / ταχυδράματα, διηγήματα, D. Harvey 1978, 2η έκδ. Απόπειρα 1987.
Στον Θάλαμο του Μυθογράφφ, διηγήματα, Απόπειρα1992
Η Ταβέρνα του Ζολά, διηγήματα, Ιστός 1997
Το Κεντράκι του Ταρζάν, διηγήματα, Γαβριηλίδης 2005

Ποίηση

Η Εποχή των Ανακαλύψεων (δίγλωσσο, ελλ. - αγγλ.), Futura 2002

Tέχνη

Τι Τρέχει; εικαστικά, Futura 2000

Ρεπορτάζ

Εικόνες στην Aμμο + Ο Μπάροουζ στην Ουάσιγκτον, ρεπορτάζ και συνέντευξη, Γαβριηλίδης, 2005


Address: 

Χαριλάου Τρικούπη 63,
106 81 Αθήνα


Date of birth:  1937-2019
Birth place:  Λειβαδιά
Abstract text: 


από το "ΕΝ ΑΓΚΑΛΙΑ DE ΚΡΙΣΓΙΑΟΥΡΤΙ..."

Η Ασώματος Κεφαλή

Όταν ο Ταμτίμ ήτο μικρός, με την οικογένειά του εις τα βάθη της Αφρικής, όταν τον ρωτούσαν "τι θα γίνεις Ταμτίμ σα μεγαλώσεις;" τους απαντούσε "Ασώματος Κεφαλή" και έτσι ήταν πάντα το όνειρό του. Στην αρχή που μεγάλωσε, δεν κατάφερε αμέσως να γίνει Ασώματος Κεφαλή. Αναγκάστηκε από την ανάγκη να διοριστεί ζόμπι σ'έναν πλούσιο χρυσοχόο της χώρας και έτσι να εξοικονομεί τα έξοδα του και να ανακουφίζει τους γέρους γονιούς του.
Μετά, άμα πέρασαν τέσσερα χρόνια, πήρε τους μισθούς του, έδωσε στους ανήμπορους γονιούς του για να βολεύονται και ταξίδεψε και έφτασε στη θάλασσα και μπήκε σε μιά Τεχνική Σχολή του λιμανιού να σπουδάσει "Ασώματος Κεφαλή". Όταν έμαθε καλά, πήρε τα πράγματά του και μετά πέρασε κι από κει που δούλευε (γιατί έπρεπε να εργάζεται, γιά να πληρώνει τη Σχολή) και εδήλωσε ότι θα φύγει και όταν του δώσαν τα χρεωστούμενα, αμέσως αγόρασε μιά πλήρη σειρά κάτοπτρα, φακούς , ρεφλεκτέρ και ανέβηκε στο λόφο και τα έστησε όπως είχαν μάθει στη Σχολή, πάνω στην κορφή. Μετά μπήκε ανάμεσα στους καθρέφτες και περίμενε, αφού κάθησε σε μιά καρέκλα πούχε φέρει μαζί του. Πράγματι,δεν πέρασε μισή ώρα και μαζεύτηκαν όλοι οι άνθρωποι που μέναν στο λιμάνι κι εκεί γύρω και παρακολουθούσαν τον Ταμτίμ που καθότανε. Κείνη τη στιγμή αμέσως κατάντησε "Ασώματος Κεφαλή".Τότε έφυγε ο κόσμος κι ο Ταμτίμ σηκώθηκε και πήγε και τον πήρε στη δουλειά του ένας Θιασάρχης που έφευγε από την Αφρική και πήγαινε με καράβι στην Ελλάδα και έκανε περιοδείες στην επαρχία.

Ο Γέρος που Φορούσε Κουρτίνες

Ένας ηλικιωμένος κύριος φορώντας κουρτίνες (αν και δεν γύριζε πάντοτε σ'αυτήν την κατάντια) τη νύχτα πήγαινε συχνά σ'ένα αυτόματο μηχάνισμα που πουλούσε γάλα και πατούσε ένα κρυφό κουμπί που είχε ανακαλύψει και χωρίς να βάλει τίποτε λεφτά, άνοιγε το πορτάκι και έπιπτον 46 κουτιά γάλακτος όπου τα παράχωνε σ'ένα τσουβάλι κι έφευγε.
Με αυτό το σύστημα κατάφερε να επιζήσει οχτακόσιες χιλιάδες χρόνια.

Οι Γύφτοι που Μπορούσαν να Πετάνε

Όταν εσυνέβει η διασπορά του Ισραήλ, ένα αντρόγυνο Ατσίγγανοι που σήμερα πλέον δεν ξέρουμε με βεβαιότητα από πού κρατάει η σκούφια της αυτηνής της ράτσας , εβαρέθηκαν κάθε τόσο να μαζεύουν τα πράγματά τους και να ταξιδεύουν με τον αραμπά γι'αυτό συμφώνησαν και πήγανε και βρήκαν ένα παμπάλαιο μάγο Ανατολίτη που γνωρίζανε ότι ζούσε σε κάτι ειδωλολατρικά χαλάσματα σε μιάν ερημιά της Ιεμένης , και ετούτος ο Σατανιστής τους πούλησε μίαν αλοιφή που να μπορούνε να πετάνε και επληρώθει 30 χρυσά, που κανείς δεν ξέρει τι τάκαμνε τα λεφτά που μάζευε, έτσι που διαβιούσε σαν όρνεο μοναχουνός του, μακριά απ' την κοινωνία των ανθρώπων, στους αγριότοπους.
Τέλος πάντων λοιπόν, οι καλοί σου οι γύφτοι εκατάφεραν έτσι να βολευτούνε καλά και να μεταναστεύουν με πάσαν ευκολίαν ως να μην ήταν τίποτε, παρά μόλις βαριόντουσαν ένα τόπο ή κάτι δεν τους άρεσε αμέσως έλεγεν ο άντρας στη γύφτισσα "δεν τα μαζεύεις να φύγουμε;" και σε μισό λεφτό εμάζευαν τα γανώματά τους και τα τιγάνια και άρχιζαν να πετάνε γιά κάνα άλλο μέρος και γι'αυτό δεν στεργιώναν πουθενά.
Εθεάθησαν και πάνω απ' την 'Ανω Μουσουνίτσα της Παρνασίδος ,και ένας Έλληνας αγωνιστής με άγρια μουστάκια που φύλαγε καραούλι στο λημέρι του Πανουργιά τους ήκουσε ακόμη και να τραγουδούνε καθώς επέταγαν και ο μεν άντρας λάλαγε:

"Όταν είχαμεν κουπιάν
ανοιγόμαστε βαθειάν.
Τώρ'όπου δεν έχομεν
περπατάμεν, τρέχομεν."

 


και η γυναίκα απαντούσε:

 

"Όταν είμαστεν στεγνοί
εν μας έπιανεν βρουχή.
Τώρ'όπου βραχήκαμάν
στήν βρουχήν εβγήκαμάν."


Αλλά από τότε δεν ξαναφάνηκαν.


από το "ΣΤΟΝ ΘΑΛΑΜΟ ΤΟΥ ΜΥΘΟΓΡΑΦΦ"

Ο Διχτάτορας Σκηνοθέτης

Σε μιά της μόδας περιοχή της πρωτευούσης έμενε ένας πικραμένος κινηματογραφιστής που ήταν καλοβολεμένος περουσιακώς και τον καλούσαν οι νεόπλουτοι του συναφιού του και σε νησιώτικες βίλλες το καλοκαίρι αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι οι ταινίες που εσκηνοθετούσε -πάντα με λεφτά των φορολογουμένων λόγω επαφών κάποιου επιπέδου- όχι μόνο δεν βγάζαν φράγκο αλλά πολύς κόσμος πίσω απ'την πλάτη του, και ακόμη και σε έντυπα, λέγανε ότι επρόκειτο γιά σινεάστ ανάλατον και κινηματογραφικώς τούβλο ψευτοκαλλιτέχνη της πυρκαγιάς . Μέχρι που σκεφτόταν πότε-πότε και να αυτοκτονήσει για να μάθουνε, αλλά τελικά βρήκε την λύση. Αφοσιώθηκε λοιπόν στην πολιτική κι όταν στο τέλος έγινε πρωθυπουργός τόριξε στο διχτατορικό και έβγαλε 'αποφασίζουμε και διατάσσουμε' και υποχρέωνε επί ποινή κάθειρξης τριετίας όλους τους ενήλικες πολίτες άντρες και γυναίκες να βλέπουν υποχρεωτικά μιά φορά τη βδομάδα σε αιώνια δήθεν πρώτη προβολή την μεγάλη του ταινιακή τριλογία ΕΙΜΑΙ - ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑ - ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑ ΣΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ" που κρατούσε εφτάμισι ώρες.
Τελικά όμως , μετά από δυό μήνες , σε μια βραδινή προβολή που ήταν κι ο ίδιος στο θεωρείο γιατί θα του απένεμε κι άλλο βραβείο ένας απ'τους υπουργούς του, του τη μπουμπούνισε απ'την καμπίνα προβολής ο χειριστής , πούχε σχεδόν τρελλαθεί, μ'ένα επαναληπτικό κυνηγετικό, πέντε φυσίγγια στα μούτρα και στό στήθος κι έτσι απαλλάχτηκε η χώρα απ'τον αδίσταχτον αυτόν και σηκώθηκαν όλοι και χειροκροτούσαν.

Όταν ο Ναπολέων Ήταν Ψηλός

Στήν νήσο Αγία Ελένη, όπου τον είχαν εξορίσει οι εχθροί του οι Εγγλέζοι, ο Μέγας Ναπολέων Βοναπάρτης , ο άνθρωπος που είχεν επί πολύ διάστημα φέρει άνω-κάτω ολάκερη την Ευρώπη άντε με τις νίκες του άντε με τις ήττες του, καθόταν μετά το γεύμα σε μιά ψάθινη πολυθρόνα με μαξιλάρια στόν κήπο και διάβαζε το μυθιστόρημα Ο Κόμης του Μοντεκορβίνο. Όταν το τελείωσε το έριψε στό γρασίδι δίπλα του και στρέφοντας το βλέμμα του προς την θάλασσαν άφησε το μυαλό του να τον μεταφέρει σεμιάν άλλη πραγματικότητα της φαντασίας όπου δεν τον διέκρινε του σώματος η σμικρότητα παρά αντιθέτως είχε πάρει μπόι από μικρός. Σε μιά τέτοια περίπτωση θα εμεγάλωνε όπως και τ'άλλα αγόρια στήν Κορσική, δηλαδή παίζοντας πετροπόλεμο και σκάζοντας κασκαρίκες στούς γέρους και δεν θα είχε την μανίαν σώνει και καλά να είναι πάντα ο αρχηγός κι ο πιό έξυπνος. Αργότερα, όταν ήταν ψηλός μαντράχαλος , θα εύρισκεν και κάποιαν νόστιμη νέα του νησιού να παντρευτεί να κάμει οικογένεια και σίγουρα θα τον εδέχονταν στήν ζανταρμερί λόγω ύψους και θα έκαμε έντιμα το καθήκον του κερδίζοντας την εκτίμησιν των πολιτών και τον σεβασμόν της οικογενείας του και των συγγενών καθώς και προαγωγές και θα ήταν απαλλαγμένος από αυτό το πάθος για κατακτήσεις , μεγαλόπνοα σχέδια και δόξες. Ως τώρα μάλιστα θα είχεν αποκτήσει και τίποτις εγγονάκια και θα ζούσεν ευτυχής.
Με αυτές τις σκέψεις επήρε το βιβλίο απ'το γρασίδι και σηκώθηκε ο Βοναπάρτης και μπήκε μέσα στή βιβλιοθήκη να το αφήσει στό ράφι και να πάρει να διαβάσει έναν άλλο τόμο με τίτλο Η Υπνοβάτις του Καστελμορέσκο.

****************

από το "Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ"


το υπερφυσικό μηχάνημα

Είναι πουλί;
Είν'αεροπλάνο;
Είναι παράθυρα από βούτυρο;
Τροχοί προσευχής;
Είναι "Το Τέλος";
Οι πεδιάδες που λιώνουν;
Είναι τόσο αργά;
Είναι σφαίρες πύρινες στά βουνά;
Aλογα που μαλώνουν
στόν πάτο του ωκεανού;
Ιπτάμενη Μηχανή;...Ποτάμι στόν ουρανό;

(οι άνθρωποι
μ'ένα 'πφφτ' εξαφανίστηκαν
όμοια με αρχαίους Αιγύπτιους
στά βάθη Πυραμίδων)...
Είναι τόσο αργά;


οι άθλοι των ρομπότ

Αίσθημα μελαγχολίας , απείρως ,
αυτή τη φορά γεννημένο
κοντά σε βυσινιά ξεθωριασμένα ερείπια
όπου τη νύχτα
ρομπότ αγωνίζονται στό τρέξιμο
και ξεπερνιώνται μεταξύ τους
στήν αιωνιότητα
ενώ οκνηροί θεατές ζητωκραυγάζουν
και αντίλαλοι της Εξαφάνισης
αντηχούν
μέσα από πολύχρονα κενά
εντόσθια πόλεων.


οι κίνδυνοι του βάθους

Οι κίνδυνοι του Ύψους
είναι οι κίνδυνοι του Βάθους
είναι συχνά οι κίνδυνοι του Σκότους.
Σαγηνεμένη σύγχυση κυριαρχεί.


χάνεις το θυμάμαι

Ένα γλίστριμα...
Ξαφνικά
χάνεις το Θυμάμαι.
Θυμάσαι;


αγάπη του δειλινού

Κι έτσι ζούσαν σε πλατεία με πάρκο
με αργυρόχρωμες αντέννες στη μέση
μικρή πλατεία
διόροφες γυάλινες αποθήκες
μαγαζιά μεταχειρισμένων ρομπότ.
Περίμενε ξαπλωμένος
σε άλλου καιρού μεταλλικές πλάκες
δίπλα στό παράθυρο
κι ο αέρας
έμπαινε απ'την πλατεία
τραγουδιστός μέσα απ'τις αντέννες
και το χρυσάφι
του ήλιου του απογεύματος
έμπαινε στό δωμάτιο και τον τύλιγε.

...μόνον ανησυχούσε
- όταν εκείνη αργούσε -
μήπως υπήρχαν
Καθυστερήσεις
στό δρόμο της,
ή και μικρά παιδιά που παίζαν,
και η "Μιά Ώρα Αγάπης" τους
θα χανόταν
μόνο σε σκέψεις.


Ξιφφανίας

Πού βρίσκεσαι Ξιφφανία;...
Αυτή την ώρα
καίγεται το παν.
Περισσότερο κι απ'τον ήλιο
καίνε
τα λαμπερά αυτά σπίτια
και μικροχορδές ακούγονται να παίζουν
από αύλακες σε πλατεία,
από στεγνά συντριβάνια σε αίθουσες,
αμυδρά δωμάτια,ξενικές βεράντες ,
θύλακες μοναξιάς .

Σε ιλιγγιώδη παράθυρα
φωλιάζουν αγιούπες
φορώντας στέμματα χρυσά
και πάνω από εκθαμβωτικές γέφυρες
φαίνεται
ο ήλιος στόν ωκεανό.

Για τη θλίψη της Μεσογείου
για χάρη της μοναξιάς
εξαφανίζεται ο ωκεανός.
Χάνονται οι μηχανές σε γαληνεμένα αμπέλια...
ξεχνιούνται οι δρόμοι μεταξύ τους.

Κι εσύ
Ξιφφανία
Τρελλός Επιστήμων ξεχασμένου πολέμου
ξένος σ'ένα δωμάτιο θλίψης
συλλογίζεσαι (πού βρίσκεσαι άραγε;)
με απαλά κλειστά τα μάτια
ξαπλωμένος
στά ντιβάνια υδραργύρου.


την ώρα του σεπαίρνω

Την ώρα του Σεπαίρνω
ποτέ δεν αισθάνομαι
τις σιλουέττες των πουλιών
που επιμένεις
πως χαϊδεύουν τους σηκωμένους σου μηρούς.


στη Μαριάννα με δόξα

Επιτέλους
άφησα τη Μαριάννα μιά μέρα,
έτρεξα κοντά της
(όχι, έτρεξα μακριά της)
και έμεινα
πολύν καιρό στήν πόλη
ψάχνοντας για άγνωστα πρόσωπα
σε άλλα παράθυρα

Δεν ξέρω
αν με παρακολουθούσε
(κρυμμένη πίσω από κουρτίνες;)
να φεύγω
με μικρά πηδήματα
απ'την πίσω πόρτα του κήπου
ή θέλησε να με κρατήσει
(με μαγγανείες;)


Λεμούριος , αυτές τις μέρες

Πες μου
"τίποτε".
Αυτό ακούω μόνο
στίς μέρες μας.


*****************************


E-mail:  koupaka@otenet.gr