Ο ΓΕΡΟΣ
Ένας Γέρος φάνηκε στα μέρη μας. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μπαστούνι. Κανέναν δεν κοιτούσε, κανέναν δεν άκουγε. Περπατούσε κι όλο έλεγε. "Το πουλί, το παιδί, και το μαχαίρι".
Τον ρωτάγαμε τι θέλει να πει, του δίναμε κατάλυμα να ξαποστάσει. Μα αυτός όλο περπατούσε, κι όλο έλεγε. "Το πουλί, το παιδί, και το μαχαίρι".
Μέχρι που χάθηκε.
Αναρωτηθήκαμε λίγο τι θέλει να πει, μα σύντομα ξεχάσαμε.
Περάσανε χρόνοι επτά. Και νάτος πάλι στα μέρη μας. Στον αριστερό του ώμο καθισμένο ένα πουλί. Κανέναν πάλι δεν κοιτούσε, κανέναν δεν άκουγε. Περπατούσε κι όλο έλεγε. "Το παιδί, και το μαχαίρι".
Πάλι αναρωτηθήκαμε λίγο, πάλι ξεχάσαμε.
Και νάτος πάλι μετά χρόνους επτά. Στον ώμο του ακόμα το πουλί. Μα τώρα τον οδηγούσε ένα αγόρι. Κι έλεγε μονάχα μια λέξη. "Το μαχαίρι... Το μαχαίρι...".
Τότε όμως, όχι απλώς αναρωτηθήκαμε, αλλά προσπαθήσαμε πολύ να καταλάβουμε τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά. Μα πολύ σύντομα κάποιος έσπειρε ανάμεσά μας τον τρόμο.
"Το μαχαίρι, το μαχαίρι", όλο έλεγε, "θα μας σφάξει, θα μας σφάξει το μαχαίρι".
Κι έτσι, από στόμα σε στόμα, διαδόθηκε αυτός ο τρόμος. Και κάποιος είπε να φύγουμε. Να κρυφτούμε στα δάση. Κι άλλοι, πιο ψύχραιμοι, λέγαν πως πρέπει να μείνουμε, έχουμε τις Εστίες μας εδώ. Μα ο τρόμος φέρνει πανικό. Και σκορπιστήκαμε στα πέρατα, κι αφανιστήκαμε.
Κι ούτε που μάθαμε ποτέ, τι ήθελε να πει ο Γέρος.
|