ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
 More about author: 
First name:  ΓΙΩΡΓΟΣ
Last name:  ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ
Projects: 


ΠΟΙΗΣΗ

Νυκτιλύκη, ΄Ικαρος 1966
Επιστροφές, ΄Ικαρος 1984
Ξερολιθιές, Κείμενα 1985
Ημερολόγια απουσίας, ΄Ικαρος 1987
Διπλοσκοπιά, Διάττων 1987
Τετράδια του Νότου, Διάττων 1988
Παλινωδία, Διάττων 1989, 1990
ΣΤΙΓΜΑΤΑ, Διάττων 1999, ISBN 960-1031-41-4
ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ, Ίκαρος 2001 ISBN 960-1121-65-9
ΠΗΛΙΝΗ ΦΥΣΗ, Γαβριηλίδης 2002 ISBN 960-336-112-1
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, 84 Ελληνικά Χαϊκού, Εριφύλη 2003
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ, Γαβριηλίδης 2003
Η ΛΗΚΥΘΟΣ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ, 96 Ελληνικά Χαϊκού, Εριφύλη 2001, ISBN 960-7633-61-X
ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΙΔ', Γαβριηλίδης 2004, ISBN960-336-055-4

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Federico Garcia Lorca : Μοιρολόι για τον Ιγκνάθιο Σάντεθ Μεχίας, εκδ. Διάττων 2002 ISBN 960.1031.58.Χ


Address: 

Μαυρομματαίων 6,
106 82 Αθήνα


Date of birth:  1940
Birth place:  Αθήνα
Abstract title:  ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Abstract text: 

Από την συλλογή ΣΤΙΓΜΑΤΑ,1999

ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
Απαλά - απαλά στον άσπρο αφρό,
Στα κύματα μέσα
Στο τρυφερό γαλάζιο,
Βαθειά - βαθειά κατεβαίνοντας
στο σκούρο σταχτί,
στο μαύρο σχεδόν,
το μαύρο αγγίζοντας κάποτε.
Για να υπάρχει βυθός
Σημαίνει πως κι η θάλασσα θυμάται το τέλος

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ
Μπαίνω, λοιπόν, μόνος στο κήπο.
Τα διαυγή χρώματα, λιγνός ουρανός, αεράκι^
τα περικαλλή ονόματα σμιλεμένα στα μάρμαρα^
μόλις που διακρίνονται :
ΜΥΡΤΗ ΠΥΘΟΓΕΝ... ΧΑΙΡΕ
ΗΛΙΟΔΩΡΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧ...
ΜΝΗΣΙΦΙΑ... ΕΡΑΤΟΣΘ... ΥΣ ΧΑΙΡΕ.
Οι παλιοί φίλοι πουθενά
- δεν τους βρίσκεις ή δεν τους αναγνωρίζεις.
Κι επειδή κάθε ουρανός είναι μια θλίψη
που μόνο τα χέρια θυμούνται,
χαιρετάω διά χειραψίας με ζέση των πρώτον τυχόντα
που βγαίνει μέσ΄ απ΄ τα΄ ανάγλυφα.
Μένουν λοιπόν τα μάρμαρα χωρίς μορφές,
με τις ρωγμές στις άκρες.
Έτσι απομένει μόνη ψηλά στο κηπάκι
η μορφή σου,
ωραία σαν ένα θερινό μεσημέρι με τζιτζίκια και άπνοια,
μένει η μορφή σου
πάνω από μοναξιές και ήλιους και νταμάρια
και κάτω - κάτω
το άλλο μου όνομα
με την σμίλη σου λαξεμένο κι εκείνο.

ΤΑ ΜΑΓΙΑ
Ξορκίζεις, σπέρνεις βότανα, βάφεις τις προσωπίδες,
δικό σου φτιάχνεις ουρανό, φεύγεις σε ξένο αστέρι
και στο φευγιό σου παρατάς τις πίκρες που σου πήρα.

Σημαδεμένη τράπουλα, σ΄ είδα και δεν με είδες
ό,τι έσπειρε η τύχη σου στου κήπου το παρτέρι
δεν φύτρωσε και σ΄ το΄ λεγα : άλλο τα μάγια, άλλο η μοίρα.

ΤΑ ΚΡΥΜΜΕΝΑ
Ο, στα λευκά - ασπρισμένα απ΄ την νύχτα.
Ώρα Τετάρτη του μεσημεριού
παίρνει το μεράδι του ο θεός
ξαναγίνονται μαύρα.
Ακούγονται τζιτζίκια από πολύ μακριά
- μπορεί απ΄ την απέναντι πλαγιά
μπορεί απ΄ τα παιδικά μου καλοκαίρια.

Και το φώς τριγύρω τόσο έντονο, τόσο διάχυτο
που ακόμα κι ο θεός δεν μπορούσε να κρύψει εντελώς
τα αιώνια θλιμμένα μυστικά του
- κι ω μυστικά
που όλο σα να σας προσεγγίζουμε
κάποια στιγμή μέσα στο φώς
εσείς θα ήσασταν η ομορφιά ατόφια,
αν δεν χανόσασταν εκείνη τη στιγμή
για να φανερωθείτε κάποτε αργότερα αλλαγμένα
και τότε, με καινούργια φορεσιά,
σα να΄ ταν άλλος,
να εκδικείσθε με σοφία.

ΤΟ ΜΙΣΟ Τ΄ ΟΥΡΑΝΟΥ
Στη μέση η μεγάλη πυρά.
Ο καπνός - μαύρη λόγχη - υψωνόταν
πιο πάνω από μας^
το σύννεφο, βέβαια, ακόμη ψηλότερα.

Η εικόνα σου πλαγιασμένη στη γή
με το πρόσωπο προς τα πάνω,
ακίνητη, σχεδόν δακρυσμένη,
με την ηρεμία ωστόσο που το άσπρο μισό
κοιτάει το μαύρο μισό του ουρανού.
Κι ο ουρανός σου είναι ένας σταυρός.
Απ΄ όποια πλευρά κι αν καρφωθώ, θα ματώσω.

Ο ΚΗΠΟΣ
Χέρια του ύπνου παλαιά με τα καρδιά στη χούφτα
στα δάχτυλά σου ανθίσανε του μίσους σου τα κρίνα.
Πήρα τον δρόμο ανάποδα και σταύρωσα τον ύπνο,
λάλησε ο μαύρος πετεινός και φέγγει δίκαια μέρα
και πριν λαλήσει τρείς φορές στον κήπο πέφτει χιόνι
κι ασπρίσανε τα όνειρα και μαύρισαν τα κρίνα.
Βγαίνει η ανάσα του θεού, παγώνει στον αέρα
και κρουσταλλιάσαν τα όνειρα κι η πλάση εμαρμαρώθη.
Κι ούτε τα χέρια έκοψα και τα καρφιά δεν πήρα
κι ούτε έσφαξα τον πετεινό κι ούτε ανθίζει ο δρόμος^
χιονίζει μες στον κήπο σου και κήπος δεν υπάρχει.


Από την συλλογή ΠΗΛΙΝΗ ΦΥΣΗ, 2002

Ο ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ ή Η ΚΙΒΩΤΟΣ

Θ΄ αγρυπνούν εκεί, φαίνεται.
Το σπίτι σταματημένο καταμεσίς στη νύχτα
μ΄ αναμμένα τα φώτα του^
ξεχωρίζουν από μακρυά σαν καράβι στο πέλαγος.

Θα χτυπήσω συνθηματικά την ξύλινη πόρτα, είπε.
Αν δεν μ΄ ανοίξουν θ΄ ανέβω στο δέντρο^
εκεί θα κοιμηθώ βαθιά,
με απλωμένα τα δυό μου χέρια.
Διψώ^ αν βρέξει ώσπου να ξημερώσει
θα ξεδιψάσω.
Αν μ΄ ανοίξουν, θα φαρμακώσω το φαί τους^
μετά θα τους νίψω τα μάτια,
θα τους τυλίξω στο λινό σεντόνι,
θα τους καρφώσω στην πόρτα.
Το σπίτι θα το ρίξω στα νερά.

Κι όλα αυτά σιγά- σιγανά, στα μουγγά,
μη κι αγριέψω τον λύκο
που ξενυχτάει τον πεθαμένο.

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΗΛΙΟΣ
Σφαγμένος πετεινός μαυρόλειρος
Χαράματα στον ύπνο σου λαλεί
Και ξημερώνει μόνος σε γεφύρι χιονισμένο^
Ντυμένη στ΄ άσπρα της του πρωτομάστορα
η γυναίκα σε καλεί
να κατεβείς στα θέμελα που σ΄ είχανε ταμένο.

Ποτάμι χιόνι το πρωί τα δέντρα να σου κρύβει
να ΄βγει μια νύχτα του χιονιού μέσα στο μεσημέρι
όνειρο που φωτίστηκε, τυφλώθηκε κι εχάθη^
κάθε νεκρός κι η νύχτα του κι ο ήλιος τη δική του
να δείς και πως φωτίζεται τ΄ άλλο μισό του κόσμου.

ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ
Ανώφελο σύνορο, ιδεατό περίγραμμα
απ΄ το γυμνό άγαλμα^
πόσες και πόσες ενέδρες δίπλα στ΄ αληθινό δέντρο.
Τώρα μέσ΄ απ΄ αυτές βλέπεις κρυμμένος τα φύλλα,
ακούς σιωπηλός το αβρό θρόϊσμα.
Δέντρα, δέντρα, ο πιο καλά μοιρασμένος σας ήχος
ματώνει τα σωθικά
κι απ΄ έξω ένδυμα εξαίσιον η ουλή.
Α, αυτή η σιωπηλή κατάφαση της θλίψης
όταν σπαθιά αθροίζει σφριγηλή
και πάλι η ομορφιά.
Όμως, το κάθε ωραίο
σε γυμνώνει
και από σάρκα
ξέρει το σπαθί.

ΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ
Πάλι φρενιάσαν τα τζιτζίκια στον κήπο.
Ζεστό μεσημέρι με τ΄ άγαλμα
πεσμένο απ΄ το βάθρο του.
Κομμένο χέρι του ο καιρός
δείχνει προς όπου το γυρίσεις,
- σ΄ όποιο δρόμο, σ΄ όποιο καρπό.
Πιο πέρα η φύση η αληθινή
Το νέκταρ της αβύσσου.