ΦΕΡΜΟΡ ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ


ΦΕΡΜΟΡ ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ
 More about author: 
First name:  ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ
Last name:  ΦΕΡΜΟΡ
Projects: 

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

Ατέλειωτος δρόμος, Μεταίχμιο

Η πορεία προς την Κωνσταντινούπολη. Η εποχή της δωρεάς. Ανάμεσα στα δάση και τα νερά, Μεταίχμιο

Ρούμελη, Κέδρος

Η εποχή της δωρεάς, Μεταίχμιο

Τα βιολιά του Σαιν Ζακ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ρούμελη, Ωκεανίδα

Μάνη, Κέδρος

 

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

Φιλολογικές διαδρομές στην Ελλάδα, Εκδόσεις Πατάκη


Date of birth:  1915-2011
Birth place:  Λονδίνο
Abstract title:  Η εποχή της δωρεάς
Abstract text: 

Το συναρπαστικό χρονικό του νεανικού ταξιδιού του από την Ολλανδία μέχρι την ουγγρική μεθόριο, τιμήθηκε το 1978 με το W. H. Smith Literary Award και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα ωραιότερα ταξιδιωτικά βιβλία του 20ού αιώνα.

 

Κάτω Χώρες


"Πρώτης τάξεως απόγευμα για να ξεκινήσει κανείς" είπε κοιτάζοντας τη βροχή ένα από τα φιλαράκια που με ξεπροβόδιζαν και κατέβασε τα ρολά του παράθυρου.
Oι άλλοι δυο συμφώνησαν. Προστατευμένοι από το στεγασμένο πεζοδρόμιο του Σέφερντ Μάρκετ που βγάζει στην οδό Κάρζον βρήκαμε επιτέλους ένα ταξί. Στην οδό Χαφ Μουν όλοι οι γιακάδες ήταν σηκωμένοι. Στο Πικαντίλι, χίλιες γυαλιστερές ομπρέλες έγερναν πάνω σε άλλα τόσα μελόν καπέλα? οι μπουτίκ της οδού Τζέρμιν, παραμορφωμένες από τη νεροποντή, θύμιζαν υποβρύχιες σπηλιές και οι κοσμικοί κύριοι του Πολ Μολ, με το μυαλό τους στο κινέζικο τσάι και στις φρυγανιές αντζούγιας, αναζητούσαν καταφύγιο στα σκαλοπάτια της λέσχης τους. Τα νερά στα σιντριβάνια της πλατείας Τραφάλγκαρ στροβιλίζονταν στη φορά του ανέμου σαν νηματόσκουπες? το ταξί μας, αναχαιτισμένο από το συνωστισμό των καθημερινών επιβατών του μετρό που σκόνταφταν τρέχοντας κατά το Τσάρινγκ Κρος, χώθηκε στη Στραντ και, ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πανδαιμόνιο της κυκλοφορίας, ανηφόρισε, τσαλαβουτώντας, το Λάντγκεϊτ Χιλ: O θόλος του Αγίου Παύλου σαν να βούλιαζε στους κολονάτους ώμους του. Oι τροχοί μας προσπέρασαν τη μισοναυαγισμένη μητρόπολη και ένα λεπτό αργότερα, η σκιά του Μνημείου πίσω από τα πέπλα της βροχής έδειχνε να ξεκόβει από την κατακόρυφη φορά της σε ένα τρίστρατο που έλεγες πως ξεδιπλωνόταν σε σαράντα οργιές βάθος. O οδηγός μας, καθώς έπαιρνε τη στροφή στη μουσκεμένη άσφαλτο για να μπει στην οδό ’μπερ Τέιμς, έγειρε πίσω και είπε: "Καλός βροχάρης για παπάκια!".
Μυρωδιά ψαριού χάιδεψε φευγαλέα τα ρουθούνια μας. Oι καμπάνες του Αγίου Μάγνου του Μάρτυρα και του Αγίου Nτάνστανς στα Ανατολικά σήμαιναν επιτακτικά την ώρα? ανάμεσα στο Nομισματοκοπείο και τον Πύργο του Λονδίνου οι μπροστινές ρόδες μας εκσφενδόνισαν καταρράκτες νερού. Αθρόα σκοτεινά κτίσματα, δεντροκορφές και ακρόπυργα ξεχώριζαν με δυσκολία από τη μια πλευρά μας? και αμέσως, ίσια μπροστά, είδαμε να υψώνονται οι χαλύβδινες αψιδώσεις και τα βέλη της Τάουερμπριτζ. Το ταξί σταμάτησε πάνω στη γέφυρα μόλις ένα βήμα από τον πρώτο πύργο και ο οδηγός έδειξε τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην αποβάθρα του ’ιρονγκεϊτ. Μια στιγμή αργότερα τα είχαμε κατέβει: πέρα από το βοτσαλωτό λιθόστρωτο, με τη μουσκεμένη τρίχρωμη ολλανδική σημαία του να ανεμίζει νοτισμένη στην πρύμνη και μια ξεφτισμένη βεντάλια καπνού να ξεχύνεται πάνω στο ποτάμι, ήταν αγκυροβολημένο το ατμόπλοιο Στάτχουντερ Βίλεμ. Εκεί που τερμάτιζαν ατέλειωτες οργιές αλυσίδας, ο στρόβιλος της παλίρροιας το είχε υψώσει με ένα στεναγμό στη στάθμη της προβλήτας: Κατάστιλπνο από τη βροχή, με τις μηχανές αναμμένες για την εκκίνηση, έπλεε ζωσμένο από ένα φωνακλάδικο τσίρκο γλάρων. Η ανυπομονησία μου και ο κατακλυσμός συντόμεψαν τις αγκαλιές και τις χαιρετούρες, και γω κατέβηκα το διάδρομο κρατώντας σφιχτά το ραβδί και το σάκο μου, ενώ οι άλλοι ορμούσαν πίσω στα σκαλοπάτια ― τέσσερα λασπωμένα μπατζάκια και ένα ζευγάρι ψηλά τακούνια που δρασκέλιζαν λακκούβες με λασπόνερα τρέχοντας προς το ταξί που περίμενε? μισό λεπτό αργότερα, τους είδα ψηλά στο κιγκλίδωμα της γέφυρας με τεντωμένους λαιμούς να ανεμίζουν τα χέρια πίσω από τα σφυρήλατα τετράφυλλα. Για να προφυλάξει τα μαλλιά της από τη βροχή η δεσποινίς Ψηλά Τακούνια είχε φορέσει μουσαμαδένια κουκούλα σαν του καρβουνιάρη. Εγώ έκανα τρελά σινιάλα καθώς λύνονταν τα σκοινιά και η σκάλα σηκωνόταν. Ξαφνικά τους έχασα από τα μάτια μου. Η αλυσίδα της άγκυρας κροτάλισε στο αριστερό πλευρό μας, και το καράβι μπήκε στο ρέμα με ένα σκούξιμο της σειρήνας του. Αναζητώντας άσυλο στο μικρό σαλόνι με ένα αίσθημα απροσδόκητης μοναξιάς ―παροδικό είναι αλήθεια―, σκεφτόμουν τι παράξενο που ήταν να σαλπάρω έτσι από την καρδιά του Λονδίνου χωρίς τα αστραφτερά ανεμόβραχα και το θρουψάλιασμα των κοχλαδιών της παραλίας του Nτόβερ. Σαν να μην έφευγα για το Βυζάντιο αλλά για το Ρίτσμοντ ή για ένα δείπνο με ψαρομεζέδες στο Γκρέιβσεντ. Τα μεγάλα σκάφη από τις Κάτω Χώρες έριχναν συνήθως άγκυρα στο λιμάνι του Χάργουιτς ― είπε ο καμαρότος. Όμως τα μικρότερα όπως το Στάτχουντερ πάντοτε έπιαναν εδώ. Από τον καιρό της πρώτης βασίλισσας Ελισάβετ, καράβια από το Ζουίντερ Ζέε ξεφόρτωναν χέλια ανάμεσα στον Πύργο και τη Γέφυρα του Λονδίνου.

* * *

Ύστερα από ώρες ανελέητου κατακλυσμού, η βροχή σταμάτησε σαν από θαύμα. Πάνω από τα κύματα του καπνού είχα μια φευγαλέα εικόνα από γοργόφτερα περιστέρια, σποραδικούς θόλους και καμπαναριά, μερικά παλαντιανά, κάτασπρα σαν κόκαλο, που πυργώνονταν βροχοπλυμένα σε έναν ουρανό από καλάι, ασήμι και πατιναρισμένο ορείχαλκο. Πίσω τους, οι χαλύβδινες τραβέρσες έδιναν σχήμα στον ολοένα σκουρότερο όγκο της Γέφυρας του Λονδίνου? πιο πέρα, οι σκιές των γεφυριών του Σάουθγουοκ και του Μπλάκφραϊαρ έσχιζαν τη νεροπλημμύρα. Στο μεταξύ, η αποβάθρα της Αγίας Αικατερίνης χανόταν, γλιστρώντας από το προσκήνιο, για να δώσει τη θέση της στις προβλήτες των Εκτελέσεων, του Oυάπινγκ και του Πρόσπεκτ οφ Oυίτμπι, και την ώρα που αφήναμε πίσω μας εκείνα τα οροθετικά σημάδια, ο ήλιος έγερνε βιαστικά και οι καπνοκόκκινες ρωγμές στα συννεφομαζώματα της δύσης βάφονταν βιολετιές.
Στα κενά, ανάμεσα στους σιδερένιους υπερυψωμένους διαδρόμους που γεφύρωναν τις αποθήκες των εμπορευμάτων, το σκοτάδι συναζόταν και οι σειρές των φορτοθυρίδων έχασκαν σαν σπηλιές. Κρεμασμένα από αλυσίδες και καλώδια, ενισχυμένα με βάρη, αναβατόρια που ισορροπούσαν σε τροχαλίες προεξείχαν από απόκρημνα τοιχώματα, και τα ονόματα των εποπτών κάθε πλατφόρμας, με τα πελώρια λευκά γράμματα μαυρισμένα από εκατοχρονίτικο φούμο, γίνονταν κάθε στιγμή πιο δυσανάγνωστα. Στα ρουθούνια μου έφτανε αποφορά από λάσπη, φύκια, βουρκόνερα, αλάτι, καπνό και πίσσα και κάθε λογής σαβούρα, και οι μισοβυθισμένες μαούνες μαζί με τα πασσαλώματα από κορμούς δέντρων ανάδιναν διάχυτη την οσμή σάπιου ξύλου ― ίσως και μυρωδιά μπαχαρικών; Ήταν αργά πια για να ξέρω. Το πλοίο ξεμάκραινε από την ακτή αυξάνοντας ολοένα ταχύτητα και οι λεπτομέρειες πέρα από την απλωμένη μπροστά μου έκταση του νερού και το στροβίλισμα των γλάρων ξεθώριαζαν σιγά σιγά. Το Ρόδερχαϊθ, το Μίλγουολ, το Λάιμχαουζ Ριτς, οι αποβάθρες των Δυτικών Ινδιών, το Nτέτφορντ και το Nησί των Σκύλων κάλπαζαν ακάθεκτα κόντρα στο ρεύμα πασαλειμμένα με σκοτάδι. Καμινάδες και γερανοί φτερουγοστόλιζαν τις όχθες, ωστόσο τα καμπαναριά αραίωναν. Ένα αχτιδοστέφανο αναβόσβηνε πάνω στο λόφο του Γκρίνουιτς. Το αστεροσκοπείο μετεωριζόταν στη σκιά και το καράβι μας άνοιγε αθόρυβα δρόμο μέσα από τον μηδενικό μεσημβρινό.
Oι αντανακλάσεις από τα φώτα της όχθης σχημάτιζαν έλικες και τεθλασμένες στη νεροσυρμή, που κάθε τόσο αναστατωνόταν από το φωσφορισμό των φινιστρινιών περαστικών πλοίων, τις πένθιμες μάζες των φορτηγίδων που διακρίνονταν από τα δεξιά και αριστερά φανάρια τους ή τα περιπολικά του ποταμού που πηδούσαν από κύμα σε κύμα εύστοχα και γρήγορα σαν γουμπριά. Κάποια στιγμή παραμερίσαμε για να περάσει ένα επιβατικό, υψωμένο σαν φωταγωγημένη πολυκατοικία πάνω στο νερό ― από το Χονγκ Κονγκ είπε ο καμαρότος, καθώς γλιστρούσε δίπλα μας? οι ποικίλες νότες των σειρήνων του αντηχούσαν τριγύρω μας λες και μυθικά μαστόδοντα στοίχειωναν ακόμη τα έλη του Τάμεση.
Ένα κουδουνάκι σήμανε και ο καμαρότος με οδήγησε πίσω στην τραπεζαρία. Ήμουν ο μοναδικός επιβάτης. "Δεν έχουμε πολλούς τον Δεκέμβριο" είπε. "Τέτοια εποχή κοπάζει η κίνηση". Όταν τέλειωσε το σερβίρισμα, έβγαλα από το σάκο μου ένα καινούργιο καλοδεμένο ημερολόγιο, το άνοιξα πάνω στην πράσινη τσόχα κάτω από ένα ρόδινο αμπαζούρ και έγραψα τις πρώτες αράδες μου, καθώς το αλατοπίπερο και η φιάλη του κρασιού τριζοβολούσαν στις βάσεις τους. Ύστερα βγήκα στο κατάστρωμα. Τα φώτα της όχθης από τις δύο πλευρές της κουπαστής είχαν αραιώσει, αλλά το μάτι ξεχώριζε τη μακρινή φεγγοβολή από άλλα πλεούμενα και ―στις εκβολές του ποταμού― από μικρές πόλεις που η απόσταση είχε συρρικνώσει σε χλωμούς αστερισμούς. Εδώ και κει διακρίνονταν σκόρπιες σημαδούρες και η ανιχνευτική λάμψη ενός φάρου. Σφραγισμένο πίσω από τους μαιάνδρους του νερού, το Λονδίνο είχε εξαφανιστεί και μονάχα μια πυρρόχρωμη καταχνιά μαρτυρούσε τα κατατόπια του.
Αναρωτιόμουν πότε θα ξαναγύριζα. Η έξαψή μου κρατούσε τον ύπνο μακριά? πόσο σημαντική φάνταζε η νύχτα! Και ήταν πράγματι από κάθε άποψη: Η 9η Δεκεμβρίου του 1933 έφτανε στο τέλος της και δεν θα έπαιρνα το δρόμο της επιστροφής πριν από τον Ιανουάριο του 1937 ― διάστημα που αργότερα μου φάνηκε ολόκληρη ζωή? θα γύριζα πίσω σαν τον Oδυσσέα plein d' usage et de raison και, για καλό ή για κακό, εντελώς μεταμορφωμένος από τα ταξίδια μου.
Ωστόσο, παρά τη συγκίνησή μου, πρέπει να πήρα έναν υπνάκο, γιατί, όταν άνοιξα τα μάτια, το μόνο φως που αντίκρισα ήταν η δική μας αντανάκλαση στα κύματα. Το Βασίλειο είχε αποτραβηχτεί στη δύση και στη σκιά. Ένας τσουχτερός άνεμος μαστίγωνε την αρματωσιά του πλοίου μας και μισή νύχτα μάς χώριζε πια από την ευρωπαϊκή ήπειρο.

* * *

Δύο ώρες πριν από το χάραμα, ρίξαμε άγκυρα στο ολλανδικό Αγκίστρι. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα και η λοξή ανεμοσυρμή έπαιρνε σβάρνα τους κώνους των φαναριών, αμαυρώνοντας τους φωτεινούς δίσκους που ισομοίραζαν τον έρημο μόλο: Δεν ήξερα πως η πόλη του Ρότερνταμ ήταν χτισμένη λίγα χιλιόμετρα πιο μέσα από την ακτή. Ήμουν και πάλι ο μοναδικός επιβάτης του τρένου και τούτη η ασυντρόφευτη είσοδός μου, κουκουλωμένη από σκοτάδι και φιμωμένη από χιονοβολή, συμπλήρωνε την ψευδαίσθηση πως τρύπωνα στο Ρότερνταμ και στην Ευρώπη από ένα κρυφό πισωπόρτι.
Περιπλανήθηκα εκστατικός στα σιωπηλά δρομάκια όπου τα κρεμαστά πατώματα των σπιτιών έσμιγαν σχεδόν πάνω από το κεφάλι μου? πιο πέρα, τα ακρόστεγα αποχωρίζονταν και παγωμένα κανάλια έπλεκαν το διάβα τους κάτω από μια σειρά καμπουριαστά γεφύρια. Το χιόνι στοιβαζόταν στους ώμους ενός αγάλματος του Έρασμου. Τούφες από δέντρα και κατάρτια πρόβαλλαν εδώ και κει και η πολυγωνική κλιμάκωση ενός πελώριου και περίτεχνου γοτθικού καμπαναριού δέσποζε πάνω στις κάθετες σκεπές. Τη στιγμή που το περιεργαζόμουν άκουσα το ρολόι του να σημαίνει πέντε φορές.
Τα στενορύμια οδηγούσαν στο Μπούμγες, μια μακριά προκυμαία με δεντροστοιχίες και αγκυροβόλια που με τη σειρά της έβγαζε σ' έναν φαρδύ παραπόταμο του Μόζα και ένα στόλο από αχνοδιάκριτα σκάφη. Γλάροι έκρωζαν γυροφέρνοντας πάνω μου και μετά βουτούσαν στην ανταύγεια των φαναριών αφήνοντας μικροσκοπικά χνάρια στο χιονισμένο πλακόστρωτο ή θρονιάζονταν στα ξάρτια των δεμένων καραβιών προκαλώντας μικρές εκρήξεις χιονιού. Τα καφενεία και οι ταβέρνες των ναυτικών στο πίσω μέρος της προκυμαίας ήταν όλα κλειστά εκτός από ένα μοναδικό μαγαζί που έριχνε μια γεμάτη υποσχέσεις ακτίνα φωτός. Το στόρι ανέβηκε και ένας γεροδεμένος άντρας με ξυλοπάπουτσα άνοιξε την τζαμόπορτα, ακούμπησε έναν ριγωτό γάτο στο χιόνι και ξαναμπήκε στο μαγαζί για να ανάψει τη σόμπα. O γάτος τον ακολούθησε αμέσως? εγώ τον μιμήθηκα, και ο καφές με τα τηγανητά αυγά που στη συνέχεια παράγγειλα με νοήματα ήταν τα νοστιμότερα της ζωής μου. Πρόσθεσα και δεύτερη μεγάλη παράγραφο στο ημερολόγιό μου ―είχε αρχίσει κιόλας να μου γίνεται πάθος― και, καθώς ο μαγαζάτορας γυάλιζε τα ποτήρια και τα φλιτζάνια του για να τα τοποθετήσει σε αστραφτερές σειρές, άρχισε να ξημερώνει, με το χιόνι ακόμη να πέφτει στο χλωμό φόντο του ουρανού. Ξαναφόρεσα τη χλαίνη μου, φορτώθηκα το σακίδιό μου, χούφτιασα το ραβδί μου και προχώρησα προς την πόρτα. Τότε ο μαγαζάτορας με ρώτησε πού πήγαινα. "Στην Κωνσταντινούπολη" είπα. Τα φρύδια του σηκώθηκαν και μου έγνεψε να περιμένω? πήρε δυο ρακοπότηρα και τα γέμισε με διάφανο ποτό από ένα ψηλό κεραμικό μπουκάλι. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια? εκείνος άδειασε το δικό του μονοκοπανιά και έκανα και εγώ το ίδιο. Με τα κατευόδια του να κουδουνίζουν στ' αυτιά μου, ένα σύφλογο από γουλιές του μπολς στα σωθικά μου και το χέρι μου να τσούζει από το αποχαιρετιστήριο σφίξιμο, έβαλα μπροστά. Αυτή ήταν η επίσημη έναρξη του ταξιδιού μου.
Δεν είχα απομακρυνθεί πολύ όταν αισθάνθηκα την ανοιχτή πύλη της Γκρότε Κερκ ―του συσσωματωμένου στο τεράστιο καμπαναριό καθεδρικού ναού― να με προσκαλεί. Πλημμυρισμένη από αχνό πρωινό φως, η κοίλη επιφάνεια της γκρίζας λιθοδομής και του ασβέστη ολοκληρωνόταν σε οξυγώνιες αψίδες πάνω από το κεφάλι μου, ενώ, κάτω από τα βήματά μου, το δάπεδο σχημάτιζε σκακιέρα από άσπρες και μαύρες πλάκες. Το θέαμα ανταποκρινόταν πειστικά σε ένα πλήθος μισοξεχασμένους ολλανδικούς πίνακες και η φαντασία μου αυτόματα γέμισε το κενό με συντροφιές από φιγούρες του 17ου αιώνα που θα πρέπει να κάθονταν ή να περιφέρονταν εκεί μέσα: αστούς με μυτερές σταράτες γενειάδες ―και τ' αθεόφοβα σκυλάκια τους που δεν εννοούσαν να περιμένουν απέξω― να συζητούν σοβαρά με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ασάλευτοι σαν πιόνια σκακιού, με επίσημες μαύρες τσόχινες φορεσιές και απαράλλαχτες κολλαριστές τραχηλιές, κάτω από τις μεγαλόπρεπες και στολισμένες με οικόσημα κολόνες. Εκτός από τούτη την εκκλησιά, η όμορφη πόλη ήταν γραφτό να μεταμορφωθεί σε ερείπια από τους βομβαρδισμούς λίγα χρόνια αργότερα: Η βιασύνη μου να την αφήσω θα ήταν μικρότερη αν το ήξερα τότε.
Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα που βάδιζα με σταθερό τριζάτο βήμα δίπλα σε παγωμένα χνάρια τροχών ενός επιχωματωμένου δρόμου και τα περίχωρα του Ρότερνταμ είχαν κιόλας χαθεί στη χιονιά. Μετέωρος και πλαισιωμένος από ιτιές, ο δρόμος προχωρούσε ολόισια ως εκεί που έφτανε το μάτι ―που όμως δεν έφτανε μακριά― ενώ η καταχνιά δεξιά και αριστερά μου μεταμόρφωνε τις ιτιές σε φαντάσματα για να τις καταπιεί λίγο μετά. Πού και πού κάποιος ποδηλάτης με ξυλοπάπουτσα, μυτερό σκουφί και προστατευτικά μαξιλαράκια για τα αυτιά έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά μου και το πούρο του άφηνε μια υποψία μυρωδιάς από την Ιάβα ή τη Σουμάτρα που πλανιόταν στον αέρα κάμποση ώρα μετά το πέρασμά του. Ήμουν ικανοποιημένος από την εξάρτυσή μου: Tο σακίδιό μου ισορροπούσε στους ώμους μου αναπαυτικά και ο σηκωμένος γιακάς της παλιάς χοντρής χλαίνης μου, σφιχτοθηλυκωμένος από έναν πρόσθετο λαιμοδέτη που είχα μόλις ανακαλύψει, με προστάτευε σαν ζεστό τούνελ? η παλιά βελουδένια κυνηγετική κιλότα μου, με το δερμάτινο υπογονάτιο ντουμπλάρισμα που είχε μαλακώσει από τη χρήση, οι γκρίζες στρατιωτικές περικνημίδες μου και οι αρβύλες με τα πολλά καρφιά με θωράκιζαν ερμητικά από την κορυφή ως τα νύχια? δεν απόμενε σχισμή για το ξεροβόρι. Σύντομα φορτώθηκα με χιόνι και ένιωθα τα αυτιά μου να κουδουνίζουν, ήμουν όμως αποφασισμένος να μην υποκύψω σε εκείνα τα αποκρουστικά μαξιλαράκια.
Όταν σταμάτησε να χιονίζει, το καθάριο πρωινό φως μού αποκάλυψε μια υπέροχη επίπεδη γεωμετρία από κανάλια, πόλντερ και ιτιές, αμέτρητα πανιά ανεμόμυλων που η πνοή του ανέμου είχε βάλει σε κίνηση καθώς και σύννεφα ― και όχι μόνο αυτά? σύντομα, οι παγοδρόμοι των καναλιών ―ως εκείνη τη στιγμή κρυμμένοι από τις χιονονιφάδες― σκόρπισαν εδώ και κει, σαν ένας άγριος φτερωτός δράκοντας από τα βάθη του ορίζοντα να είχε ορμήσει συρίζοντας ανάμεσά τους. Ήταν ένα παγοθραυστικό σκάφος ― μια ξύλινη σχεδία πάνω σε τέσσερις σαμπρέλες με τεντωμένο πανί που την πιλοτάριζαν τρία ριψοκίνδυνα αγόρια. Ταξίδευε κυριολεκτικά με την ταχύτητα του ανέμου καθώς ο πρώτος νεαρός μανουβράριζε το πανί και ο δεύτερος κωπηλατούσε με μια μπάρα. O τρίτος είχε πέσει με όλο το βάρος του πάνω σε ένα φρένο σαν σαγόνι καρχαρία που εξακόντιζε πίδακες από θρύμματα πάγου στον αέρα. Πέρασε δίπλα μου ουρλιάζοντας, με τα δόντια του να δαγκώνουν τον πάγο και μια βοή σαν να σκίζονταν την ίδια στιγμή εκατό χασεδένια πουκάμισα που έγιναν χίλια καθώς η σχεδία έστριβε δεξιά για να μπει σε ένα εφεδρικό κανάλι. Ένα λεπτό αργότερα, μεταμορφώθηκε σε μακρινή κουκκίδα, και το τοπίο, με τους ανάλαφρους σαν μύγες παγοδρόμους να διαγράφουν κύκλους σε κανάλια και πόλντερ, όπως στις ζωγραφιές του Μπρέγκελ, φάνταζε τώρα ακόμα πιο ήμερο και σιωπηλό. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα με σπινθηροβόλο πέπλο και η σταχτογάλανη επιφάνεια του πάγου ήταν ορατή μονάχα στα θηλιαστά αραβουργήματα των παγοδρόμων. Oι δεντροστοιχίες με τις ιτιές που πλαισίωναν τα λευκά παραλληλόγραμμα των δρόμων αραίωναν σιγά σιγά σαν αναθυμιάσεις καπνού. Η αύρα που έσπρωχνε κείνα τα βιαστικά σύννεφα δεν είχε βρει εμπόδιο μπροστά της για χίλια τόσα χιλιόμετρα και ο ταξιδιώτης που προχωρούσε με κανονικό βηματισμό στην κορυφή ενός φράγματος, πάνω από την αχλή των σύννεφων και την ισόπεδη πεδιάδα, πλημμύριζε από τη συγκίνηση του απείρου.