(1) ΠΑΘΗ ΤΑ ΣΕΠΤΑ (5)
Δεν έχω τις γλώσσες όλες
Μία μόνο: σ’ αγαπώ
— χωρίς υποκείμενο
(Αλγόρυθμος, 1980)
(2) Από τη συλλογή Η εκδρομή της ευδοκίας, 1982
Η χαρά σου το σήμα μου, όταν το φως κερδίζει το σώμα μου συντάσσοντάς το με τον τρόπο της γεύσης σου.
Και πάντα με τα όνειρά μου ανθοί πικροδάφνης να εντείνουν τη γλώσσα μου. Εύφορος κόσμος ο κόσμος των εξόδων.
Αντέξαμε το γυρισμό
και θα φοβηθούμε τις αναχωρήσεις;
Αντέξαμε τον έρωτα
και θα φοβηθούμε τον πόλεμο;
(3) Από τη συλλογή Ο μέσα πάνθηρας, 1985
Τάφος το ταυ
τήλε-
λέξη χωλή
τηλέγραφος
τηλέφωνο
τηλεόραση
άλλων το μεδούλι να ρουφάει
Βλέπω/μιλώ/ακούω/γράφω –
τείχος οι τοίχοι
λέξη βρυκόλακας
να σώνει τους ζυμούς των ανθρώπων
Τι λες λοιπόν;
Φράχτης τα δόντια
και στην έξοδο
φιλούν τα χείλη και μιλούνε
– και φως ο τάφος
(4) ΛΟΚ ΑΟΥΤ
Υγρός
κι ανίμερος
επειδή του πόθου παρανάλωμα.
Φεύγεις
και φεύγει η όψη μου. Πώς να μην ξαναρχίσω.
Ανάποδα, λοιπόν, Τζων Λοκ, ανάποδα.
Με το κεφάλι κάτω:
Ουδέν εν τη αισθήσει
ο μη πρότερον εν τη νοήσει.
Ένας νους τερατώδης ολονέν εκσαρκίζεται
να πληρώσει νόημα το Παμφάγο Ανόητο
Δεν αντέχεται αλλιώς τόσο πένθος
(Σήματα λυγρά, 1992)
(5) Από το βιβλίο Ο μάντης, 1994
Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου είναι γαλάζιο,
το ’νιωσα χθες όταν τα κύματα με πήραν,
σ’ ερημονήσια μ’ εξορίσαν να μονάζω
και ναυαγό μες στην αγκάλη σου με σύραν.
Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου πρασινίζει,
το ’ζησα χθες κι ήταν σαν δάσος με θηρία,
κι αυτά μού μάθαν ν’ αγαπώ ό,τι κοστίζει,
ότι πονάει κι αδειάζει κάθε αρτηρία.
Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου μαύρο είναι,
μ’ έζωσε χθες και με ταξίδεψε στη θλίψη.
Να φύγω θέλεις μα μου λες σε λίγο «μείνε»,
ποιος εαυτός σου, ποιος, στο τέλος θα σου λείψει.
Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου είναι αίμα,
κόκκινος κίνδυνος, φωτιά, σκληρό λεπίδι.
Επαίτης γίνομαι, μου φτάνει κι ένα ψέμα
απ’ την αρχή χαμένος να ’μπω στο παιχνίδι.
(6) Από το βιβλίο Οπόταν πλάτανος, 1999
Σαν τον κορμό τού πλάτανου. Το μέσα του καταβροχθίζει τη μορφή, ένα τίποτε μένει,
κλαδιά που γράφουν αγκαλιές μα τ’ άλλο σώμα εκτοπισμένο από καιρό στην απουσία,
ένα τίποτε μένει, καθώς όταν ουρλιάζεις και οι βλάσφημες πέτρες σου στον αδιάφορο
ουρανό εποστρακίζονται και επιστρέφουν, ένα τίποτε μένει, ρίζες βυθισμένες στις πέτρες,
και πάλι βρίσκουνε χυμό κι αντέχουν, ένα τίποτε μένει, ένα στόμα ορθάνοιχτο που δεν ενδίδει
σε άναρθρα ουρλιαχτά, παρά τον πανικό του μελωδεί και γοητεύει.
Η συντριβή είναι ο τρόπος τού ανθρώπινου. Και η ήττα του χλόη και δόξα του.
(7) ΠΑΙΓΝΙΩΝ ΠΑΙΓΝΙΑ
Να γίνει η φύρα φύραμα;
Ζυμάρι για καινούργια όνειρα η φθορά;
Την ερημιά να σπείρει να καλλιεργήσει
η ρίμα;
Μωρ’ μια χαρά τα λες εσύ
και τα ταιριάζεις, βολονταριστάκο μου.
Αλλά τα πράγματα
πιο ζόρικα απ’ τα γράμματα
κι από τα παιχνιδίσματά τους
και δεν αρκεί η μηχανή τού ήχου
Έχουν το πείσμα τους τα πράγματα
Μηδέ σε καλοπιάσματα ενδίδουν
σε μεταμεσονύχτιες εκκλήσεις απονενοημένων
μηδέ στις σολομωνικές της μούσας.
Μην δα και το πιστέψεις
πως μόνος του τη μοίρα του ορίζει
ο λογοθέτης
τη στρέφει του χεριού του την αλλάζει.
Αστείο και να το πεις.
Καν ο θεός
όποιο κι αν είναι τ’ όνομά του
δεν τα κατάφερε εντέλει να λέει – να γίνεται
πάλι να λέει – να ξεγίνεται.
Αν, λέω,
αν τα ’χε καταφέρει ο πηλουργός σου
μ’ ένα του λόγο θα σε είχε πια ξεκάνει,
δεν θα ’σουν τώρα εδώ να του ανταρτεύεις
τη γλώσσα να του βγάζεις
και να τον περιγελάς.
Ή πάλι, παντογνώστης,
έγκαιρα τη δική του γλώσσα
θα ’κοβε θα κατάπινε
μη σ’ ονομάσει και φανείς,
στη γάγγραινα της σιωπής θα σε παρέδιδε
για να πεθαίνεις στην αιωνιότητα
πριν καν υπάρξεις.
Πλην τώρα υπάρχεις, επιθυμητή μου,
κι έχεις να ζεις να παίζεις
και να γίνεσαι ό,τι χάνεις.
Τι άλλο η δεδικασμένη ανθρωποσύνη σου
[Ρήματα, 2009]
|