Αυτές οι παράγραφοι προτείνουν μια ερμηνευτική προσέγγιση. Το ποιητικό, δοκιμιακό και κριτικό έργο του Βύρωνα Λεοντάρη αξίζει να αναλυθεί στα πλαίσια της ευρύτερης θεματικής που αποκαλείται “αριστερή μελαγχολία”. Πρόκειται για τη μελαγχολία της αριστεράς από την επαύριο της Γαλλικής Επανάστασης ώς την επαύριο των πρόσφατων εξεγέρσεων σε κεντρικές πλατείες του Αραβικού και Ευρω-Αμερικανικού κόσμου, μια μελαγχολία για την απογοητευτική (και συχνά αυτοκαταστροφική) εξέλιξη της εγέγερσης που εκρήγνυται αλλά για διάφορους λόγους, συχνά εγγενείς, αδυνατεί να διαρκέσει.
Οι τρέχουσες συζητήσεις για τη μελαγχολία που διακατέχει την αριστερά του 21ου αιώνα έχουν δύο αφετηρίες στον πρώιμο 20ο αιώνα. Η πρώτη είναι η γνωστή διάκριση που κάνει ο Φρόυντ στη σύντομη μελέτη του “Πένθος και μελαγχολία” (1917) μεταξύ δύο αντιδράσεων που προκαλεί η απώλεια ενός πεφιλημένου υλικού ή άυλου αντικειμένου, όπως ενός ατόμου (π. χ. μιας αγαπημένης) ή ενός ιδανικού (π. χ. της επανάστασης). Η διαφορά τους είναι πως με το πένθος θρηνούμε την απώλεια του αντικειμένου αλλά τελικά την ξεπερνούμε και η ζωή μας ξαναβρίσκει ένα κανονικό ρυθμό ενώ με τη μελαγχολία δεν ξεπερνούμε ποτέ το τραύμα της απώλειας το οποίο εξακολουθεί να μας πονά. Με το πένθος η απώλεια βαθμιαία ξεπερνιέται και ο πόνος γιατρεύεται επειδή το απωλεσθέν αντικείμενο θεωρείται οριστικά χαμένο. Σε αντίθεση με αυτή την υγιή αντίδραση, η μελαγχολία, κατά τον Φρόυντ, είναι η παθολογική αδυναμία να θρηνήσουμε η οποία εσωτερικεύει ο,τι χάθηκε και αντιστέκεται στον αποχωρισμό.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν τιτλοφόρησε το άλλο αφετηριακό κείμενο αυτής της προβληματικής “Αριστερή μελαγχολία” (1931). Στη βιβλιοκρισία αυτή υποστηρίζει πως η μελαγχολία δεν συνιστά ιατρικό πρόβλημα που χρήζει θεραπείας αλλά αφορά την κατάσταση του αστού ποιητή στη νεωτερική εποχή όταν βιώνει τραυματικά την κοινωνική πραγματικότητα και βρίσκει στήριγμα στην τέχνη, και αντί να υποστηρίζει ενεργά την εργατική τάξη ασχολείται με οικουμενικά θέματα. Η συγκεκριμένη μελαγχολία είναι η μοιρολατρεία του λυρισμού και η ωραιοπάθεια του ριζοσπαστισμού που παρηγορούνται για την αδράνειά τους με δήθεν προοδευτικά ποιήματα. Ο Μπένγιαμιν καταδικάζει ειδικά την αριστερή μελαγχολία για να υπερασπιστεί μιαν εναλλακτική μελαγχολία, “κριτική”, επειδή σε όλο του το έργο διεξάγει πόλεμο κατά του τραγικού (και κάθε τι ελληνικού) στο οποίο αντιπαραθέτει τη μελαγχολία του Γερμανικού 17ου και του Γαλλικού 19ου αιώνα οι οποίες δείχνουν πώς τα ερείπια της παρακμής και της καταστροφής υπόσχονται τον τελικό θρίαμβο της ύψιστης, βιβλικής τάξης.
Υπάρχουν δύο ευρύτερες παράμετροι της παλαιότερης μελαγχολικής προβληματικής τις οποίες ο χώρος (ή, για να το πούμε μελαγχολικά, ο χρόνος) δεν επιτρέπει να συζητηθούν εδώ αλλά επιβάλλεται να ληφθούν υπ’ όψιν. Η μία είναι η όλη τέχνη του Γερμανικού Ρομαντισμού – ο Βέρθερος, ο Κλάιστ, ο Φρήντριχ, ο Σούμπερτ. Η άλλη είναι η μελαγχολία των Εβραίων διανοουμένων των αρχών του 20ου αιώνα των οποίων οι γονείς τους πέτυχαν να αφομοιωθούν κοινωνικο-πολιτιστικά αλλά οι ίδιοι αισθάνθηκαν πνευματικά ανέστιοι και κατέφυγαν σε δύο εσχατολογίες της κριτικής σκέψης – τον Μεσσιανισμό (Μπένγιαμιν, Σόλεμ, Μπλοχ, Αντόρνο, Πανόφσκυ) ή τον Κομμουνισμό (Λούκατς, Τρότσκυ, Λάνταουερ, Τόλλερ).
Στον αιώνα μας ο όρος “αριστερή μελαγχολία” χρησιμοποιείται γενικότερα για διάφορες εκδοχές του Μεταμαρξισμού (Νέγκρι, Μπαντιού, Αγκάμπεν, Ζίζεκ, Νανσύ) οι οποίες φαίνεται να διεκδικούν κάποια απόλυτη πολιτική συνέπεια και ηθική καθαρότητα. Μετά τον μαρασμό των μεγάλων αφηγήσεων που την δικαίωναν (όπως η ιστορική νομοτέλεια, η κοινωνική ενότητα, η φιλοσοφική εγκυρότητα και η πολιτική αποτελεσματικότητα), η αριστερά μελαγχολεί και βρίσκει καταφύγιο σε μια αισθητική της ηττοπάθειας και συνακόλουθα μια αποκήρυξη της (μάταιης) δράσης ή μια αποθέωση της (τρομοκρατικής) πράξης. Αυτή η στάση, η οποία εκφράζεται κατ’ εξοχήν στη “θεωρητική” σκέψη, εξηγεί το μέγα ενδιαφέρον της σημερινής αριστεράς για τραυματικά θέματα όπως η εθνική γενοκτονία, η πολιτική εκτόπιση, η οικονομική προσφυγιά, η κοινωνική περιθωριοποίηση και η μνήμη όλων αυτών, καθώς και η έμφαση στο μεσσιανικό μη εισέτι, στην επερχόμενη και διαρκώς καθυστερούμενη καταλυτική λύτρωση. Υπάρχουν μάλιστα μελετητές που ισχυρίζονται πως ήδη από τον ύστερο Μαρξ, αν τα μείζονα ιστορικά γεγονότα πρωτοεμφανίζονται σαν τραγωδία, επαναλαμβάνονται όχι σαν φάρσα αλλά σαν μελόδραμα (δηλαδή “Μεσοπόλεμος”, όπως θα έλεγε ο Λεοντάρης).
Πρόκειται για ναρκισισμό ή σκεπτικισμό; αυταρέσκεια ή αυτοκριτική; Μήπως ο θρυμματισμένος κόσμος του ύστερου Καστοριάδη έχει περιπέσει στην οντική μελαγχολία του πρώιμου Χάιντεγγερ; Στοχαστές από τον Ράσελ Τζακόμπι και τον Ντέιβιντ Γκρος, την Γουέντι Μπράουν και την Τζούντιθ Μπάτλερ, ώς τον Κώστα Δουζίνα και τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά έχουν ρητά αποδοκιμάσει αυτή την πολιτική κοσμοθεωρία για την παθητικότητά της, επικαλούμενοι την ανάγκη για αριστερή εγρήγορση και διαρκή αγωνιστικότητα. Από την άλλη μεριά, μόλις άρχισαν οι πανηγυρισμοί της ελπιδοφόρας εκλογικής νίκης του Σύριζα, αμέσως ακούστηκαν οι πρώτες μελαγχολικές επισημάνσεις για την κυβερνητική πορεία του.
Το πολυσχιδές έργο του Λεοντάρη με τον ριζοσπαστικό του στοχασμό πάνω σε θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αρχές και ανθρώπινες αξίες μπορεί εδώ να φανεί ακόμα μια φορά αμείλικτο στην κριτική του συνέπεια επειδή διέγραψε μια τροχιά από τη μελαγχολία των ελασσόνων ποιητών στην απελπισία των μείζονων στοχασμών. Στην περίπτωσή του δεν πρόκειται μόνο για υπαρξιακή μελαγχολία (του έρωτα, της πόλης, του μέλλοντος) ούτε μόνο για ποιητική (της ομοιοκαταληξίας, του σωσία, του παραθέματος) αλλά επίσης και για μια αναρχική απόγνωση – κάτι που εδώ και τρεις αιώνες το συναντάμε σπάνια, όμως πολύ δραματικά στο θέατρο (Θάνατος του Νταντόν του Μπύχνερ, Αντιγόνη του Αλεξάνδρου, Οι πληβείοι προβάρουν την εξέγερση του Γκρας, Μαρά/Σαντ του Βάις, Το μπαλκόνι του Ζενέ) και στον κινηματογράφο (Γιαντσό, Ταβιάνι, Μπερτολούτσι, Γκοντάρ, Φάσμπιντερ). Πρόκειται για την μετεπαναστατική απελπισία για την απώλεια της εξέγερσης και τη θρησκευτική αυτομαστίγωση για την έκλειψη της αμαρτίας. Ο Λεοντάρης δεν μιλάει για όσα απέτυχαν αλλά για όσα αποδείχτηκαν αδύνατα. Σε αυτό τον κόσμο οιαδήποτε αντίσταση αυταπατάται, και η όποια ακεραιότητα φαίνεται πόζα. Τόσο στον Κοριολανό του Σαίξπηρ (1606-9) όσο και στον Κοριολανό του Μπρεχτ (1951-53) η εξέγερση δεν είναι καν παράσταση (θέατρο, υπόδυση), είναι μια πρόβα παράστασης που ποτέ δεν μπορεί να πάει πέρα από την 1η σκηνή της τραγωδίας.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης έγραψε κάποια ποιήματα αριστερής μελαγχολίας αλλά στο έργο του για κάθε Εποχή υπήρχε κάποια Συνέχεια και τελικά ένας Στόχος. Ο Βύρων Λεοντάρης, όντας ποιητής Μόνον δια της λύπης, ήρθε Εκ περάτων, διαβίωσε Εν γη αλμυρά και ελυπάτο Έως θανάτου καθώς στα 82 μακρά χρόνια της ζωής του η μια επαναστατική διάψευση διαδεχόταν την άλλη. Το έργο του, όπου κάθε λέξη έχει τη θέση της και κάθε κατάθεση την αντίθεσή της, παραμένει διαλεκτικά αδιάλλακτο, και αξίζει να το αντιμετωπίσουμε στο σταυροδρόμι των αδιεξόδων που βρεθήκαμε. Πώς βρήκε τη δύναμη να επιζήσει πάνω στα ερείπια κάθε οράματος και να αμφισβητήσει και το επόμενο; Με το να εμπιστεύεται και να αφουγκράζεται τους αφοσιωμένους συντρόφους. Παρά την αναρχική του απόγνωση, ο Λεοντάρης δεν έχασε ποτέ την πίστη του στους φίλους του.
Περιοδικό Σημειώσεις 80, Ιούνιος 2015, σελ. 63-66
|