ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ Α.


ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ Α.
 More about author: 
First name:  ΝΙΚΟΣ Α.
Last name:  ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Projects: 

Πεζογραφία

Η πρώτη μέρα (νουβέλα), Κείμενα 1988, Εστία 1995.
Δάφνη (μυθιστόρημα), Εστία 1990, 1992. ISBN 960-05-0227-7
Φόβος και ελπίδα (μυθιστόρημα), Εστία 1991, 1992, 1993, 1997. ISBN 960-05-0272-2
Πτήση στο λευκό (μυθιστόρημα), Εστία 1992. ISBN 960-05-0452-0
Το ξαφνικό (νουβέλα), Απόστροφος, Κέρκυρα 1996. ISBN 960-7430-08-5.
To Στοιχειό στο Φύτεμα και Άλλες Ιστορίες (διηγήματα), Εστία 1998. ISBN 960-05-0821-6.
Τριεστίνα (μυθιστόρημα), Εστία 2004.
Θα σας τηλεφωνώ (μυθιστόρημα), Εστία 2004. ISBN 960-05-1177-2


Date of birth:  1938-2012
Birth place:  Κέρκυρα
Abstract text: 

Η πρώτη μέρα (σελ. 15 - 16)
..........
Το πρωί. Της μεγάλης ημέρας, που ξεκινά από τον ξένο σταθμό, τον γεμάτο από πρόσωπα ξένα, βιαστικά, αμίλητα και σκοτεινά, εδώ κανένα δε γνωρίζεις, μην περιμένεις άδικα, έτσι θα είναι στο εξής, το μόνο που γνωρίζεις είναι το βαλιτσάκι σου, αυτό σού απόμεινε δεσμός, δικός και τόπος, Όμως βρίσκει το δρόμο τελικά, για το λεωφορείο, που θα πηγαίνει όλο προς τα εμπρός, ενώ εκείνος θά 'θελε να το γυρίσει στην αντίθετη πορεία, πίσω το δρόμο αυτό, πίσω και το ρολόι, πίσω το ημερολόγιο, να είναι πάλι εχτές, με το καφτό κόκκινο χρώμα μέσα από τα βλέφαρά του, με τα γνωστά του δέντρα και τα πουλιά που του μιλούν, τη θάλασσα που βλέπει κάθε μέρα ανάμεσα στα φύλλα και στην ωραία σιδεριά του μπαλκονιού, μια εικόνα που ποτέ δε θα ξεχάσει, ......
.............

Δάφνη (σελ. 9 - 10)
............
Είναι βασανιστήριο ο διαρκής διαλογισμός. Θα ήθελα να κοιτάζω χωρίς καμία σκέψη τον ήλιο που αναδύεται χάλκινος απ' το πέλαγος. Απλώς να στέκομαι εδώ και να κοιτάζω χωρίς να μεταφράζεται σε συνειρμούς η εικόνα. Mού έρχεται να πω ''χωρίς ελπίδα''. Στο χτεσινό του γράμμα ο καπτα- Γιώργης λέει πως ο Πάγος είναι όπως τον ήξερα. ''Τέλμα'', διαβάζω πίσω απ' τις γραμμές. Αν χειροτέρευε, έστω, θα υπήρχε η ελπίδα ή να καλυτερέψει ή να βουλιάξει. Όμως όχι. Μια πληκτική ευθεία. Η κυρα- Αντιγόνη μού στέλνει την αγάπη της και παραγγέλνει να μην τής στεναχωριέμαι. Καταλαβαίνω. Θέλουν να ρωτήσουν τι έχει απογίνει ο δεσμός μου με τη Δάφνη αλλά τους εμποδίζει η φυσική ευγένεια. Διακρίνεται στα μάτια τους. Τι σύμπτωση! Εκείνης είναι καστανά, όπως ήταν της μάνας μου, μόνο μια ιδέα πιο ανοιχτά. Του καπετάνιου γαλανά, σαν το Αιγαίο. Τα μάτια του πατέρα μου είχαν και χρυσοπράσινες ανταύγειες. Όπως έχει η θάλασσα εδώ. Θα ήταν ωραίο να είχαν γνωριστεί αυτοί οι δύο άντρες. Μα τι σκέφτομαι τώρα! Δεν είναι μόνο οι χρόνοι τους, που είχαν ξεχωριστές διαδρομές, είναι και οι τόποι. Μια στάλα είναι η Ελλάδα, κι όμως απέραντη. Το γράμμα έκανε οχτώ μέρες να φτάσει στο Αγροτικό Ιατρείο. Δεν είναι και ν' αγαναχτεί κανείς. Από την Κέρκυρα ίσαμε τον Πάγο, στην άλλη άκρη του χάρτη, μεσολαβεί ωκεανός. Από τον Πάγο η αλληλογραφία πρέπει να πάει στη Χώρα με τον "’γιο Γεώργιο" και από εκεί στον Πειραιά με το καράβι.
............

Φόβος κι ελπίδα (σελ. 9 - 10)
..............
Κάποια βραδιά, θυμάμαι ήταν Ιούνιος, αφού μάς είχε διηγηθεί πώς είχε ζήσει η ίδια αυτά που η Ιστορία αναφέρει ως ''γεγονότα του Αϊδινίου'', μάς άφησε για λίγο. Όταν ήρθε ξανά στη συντροφιά, κρατούσε ένα μικρό κουτί. Μού το έκλεισε στα χέρια λέγοντας χαμηλόφωνα: "Είναι φωτογραφίες από τότε. Τις ξέρετε". ’νοιξα το κουτί και τις περάσαμε ακόμα μια φορά ο ένας στον άλλον, σιωπηλοί, επηρεασμένοι απ' όσα είχαμε ακούσει. Όταν τελειώσαμε και θέλησα να τής το επιστρέψω, "Μα όχι!", είπε, "αυτές τις διάλεξα για σένα που σου αρέσει η Ιστορία". Την κοίταξα, έκπληκτος πιο πολύ παρά συγκινημένος. Χαμογελούσε με κάποια συγκατάβαση. Είναι αλήθεια ότι μου αρέσει η Ιστορία. Όμως ίσαμε τότε δεν είχα καταλάβει γιατί, όταν διάβαζα, ένιωθα σαν κάτι να έλειπε από τις σελίδες των βιβλίων. Κι αυτό το κάτι μού το είχε αποκαλύψει μ' εκείνη την απλή χειρονομία μια άρρωστη, ηλικιωμένη και χωρίς σπουδαία μόρφωση γυναίκα. Εκείνη τη στιγμή είχα καταλάβει ότι η Ιστορία είναι απάνθρωπα ψυχρή. Εξετάζει γεγονότα, αναζητεί τα αίτιά τους, συγκρίνει, συμπεραίνει, αλλά στο τέλος έχει λησμονήσει πως φτιάχνεται από εκατομμύρια ιστορίες ανώνυμων ανθρώπων.
.................

Πτήση στο λευκό (σελ. 7 - 8)
.............
Ναυσικά, είναι παράξενο αυτό που μού συμβαίνει. Πετάω, Ναυσικά. Αλήθεια λέω, δεν πρόκειται για φαντασίες συγγραφέα. Μη γελάσεις μαζί μου, έχω τη γνώση του παράξενου, και είναι παράξενη η πτήση μέσα σ' αυτή τη σήραγγα με το έντονο άσπρο φως - αν είναι φως, γιατί δε με τυφλώνει - με την παράξενη και ωραία μουσική - αν είναι μουσική - που έρχεται από παντού και από πουθενά. Πετάω με αφάνταστη ταχύτητα, χωρίς να ξέρω ούτε πώς γίνεται αυτό ούτε για ποιον σκοπό ούτε με ποιον προορισμό. Και το άλλο παράξενο είναι ότι δε νοιάζομαι, δε νιώθω φόβο ή ενθουσιασμό. Σαν να είμαι μηχάνημα. Δεν έχω συναισθήματα, αν και διατηρώ τη γνώση τους, και απλώς καταχωρώ αυτά που βλέπω, ακούω και διαβάζω. Όχι βιβλία, Ναυσικά, αλλά σκέψεις κι αισθήματα που παρουσιάζονται μπροστά μου γρήγορα, λες και περνάνε από την οθόνη κάποιου ηλεκρονικού υπολογιστή. Δεν έχω άλλον τρόπο για να στο περιγράψω, αλλά καταλαβαίνεις πόσο σπουδαίο είναι για έναν συγγραφέα να τού ανοίγονται, έτσι, απλά, οι μύχιοι κόσμοι των ανθρώπων, οι κρυφές, πραγματικά δικές τους, ζωές. Αυτό ήταν από την αρχή το άπιαστο όνειρό μου: να διεισδύσω στο μυαλό του κόσμου και να γράψω από πρώτο χέρι πράγματα αυθεντικά, όχι υποκατάστατα, με λίγα λόγια ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Και όμως, τώρα που μπορώ, δε δίνω σημασία. Μόνο ξέρω. Ξέρω ότι ξέρω τι έχει γίνει, τι θα γίνει, τι σκέφτονται και τι αισθάνονται όλοι αυτοί που βλέπω να είναι ταυτόχρονα παιδιά, έφηβοι, νέοι, μεσόκοποι και γέροι, σ' ένα αδιάκοπο παρόν.
Να το ονομάσω όνειρο; Αλλά στα όνειρα δε βλέπεις τόσες λεπτομέρειες, ούτε τα χρώματα, ούτε τον εαυτό σου. Ενώ εγώ τον βλέπω. Βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, στην κάμαρή μας, στο σπιτάκι της Ραφήνας, δίπλα το κομοδίνο με το ρολόι μου, τα χάπια, τα γυαλιά μου και το ποτήρι του νερού, πιο πέρα η πολυθρόνα με απλωμένο πάνω της το μισοτελειωμένο κέντημά σου, η μάλλινη ζακέτα μου κρέμεται στον παλιό καλόγερο που έχουμε αγοράσει από το Μοναστηράκι, και να που ταυτοχρόνως είμαι στην Κέρκυρα, δεκαεφτά χρονών, και μού έχει έρθει η ιδέα να υπολογίσω την ηλικία των παλιών σπιτιών από τα στρώματα του γκριζοπράσινου της μούχλας, του κόκκινου, του άσπρου και της ώχρας, που διακρίνω στις πληγές των τοίχων τους. Ωστόσο, στο ίδιο σκηνικό υπάρχουν και τα μέλη της οικογένειάς μας, με τις κινήσεις τους και τα χαρακτηριστικά τους, και άλλα μέρη και τοπία του νησιού μας και άλλοι άνθρωποι, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, που εγώ τους παρακολουθώ από κοντά χωρίς να νιώθω τίποτε άλλο εκτός από τη γνώση. Τα πρόσωπα πλησιάζουν, μεγαλώνουν, σαν να τα βλέπω μέσα από μεγεθυντικό φακό, στις όχθες των ρυτίδων φαίνονται στρώματα ίδια μ' εκείνα που έχουν οι πληγές στους τοίχους των σπιτιών, και οι πόροι μοιάζουν με κρατήρες ηφαιστείων απ' όπου αναπηδούν οι ανομολόγητοι έρωτες, οι λύπες και οι ελπίδες.
.........

Το ξαφνικό (σελ. 7)

Εξαίσια μέρα. ΄Ε, τέλη Μάρτη πια... Και να σκεφτεί κανείς ότι πριν δέκα μέρες είμαστε ακόμα αποκλεισμένοι από τα χιόνια - η πρωτεύουσα της χώρας. Μού 'ρχεται να γελάσω, όχι γι' αυτό αλλά έτσι, γιατί έχει μπει η άνοιξη... Από την ανοιχτή τζαμόπορτα εισβάλλει το επίμονο βουητό της λεωφόρου, όμως μαζί του, λες και τό 'χει ξεγελάσει, τρυπώνει και μια μυρωδιά φρεσκοκομμένου χόρτου. Αδύναμη, ωστόσο καθαρή. Ποιος ξέρει από πού ταξίδεψε ίσαμ' εδώ. Μπορεί από λιβάδι, παρατημένο από παλιά σε μια γωνιά της μνήμης. Αλλά όχι? είναι πραγματική? η Ναυσικά οσμίζεται τον αέρα? το βλέμμα της γεμίζει πρασινάδα... Ναι, μύρισα κι εγώ. Κάθε γουλιά καφές και μια κουβέντα, λόγια μικρά, ασήμαντα, και, ίσως γι' αυτό, πολύ σημαντικά... Τα είδα, ναυσικά. Ήρθαν εχτές νομίζω. Συνεχίζουν να έρχονται - κάθε χρονιά λιγότερα... Πάντα μ' εντυπωσίαζαν οι ακροβατισμοί, η κομψότητά τους, και σήμερα στριφογυρνούν ξετρελαμένα από όλη αυτή την ομορφιά. Ένας ήλιος χαρούμενος, και τώρα, ακόμα, που άρχισε να χαμηλώνει. Ο ουρανός ανόθευτος. Και Σάββατο. Νιώθω την άνοιξη να τρίζει στον αέρα, στις γλάστρες μας, εντός μου.
...........



Το στοιχειό στο Φύτεμα και άλλες ιστορίες (σελ. 26 - 27)
..........
Νιώθει σαν να έχει μεγαλώσει ξαφνικά, σαν να είναι εκείνος υπεύθυνος για τις δύο γυναίκες που άφησε στο ξέφωτο, γι' αυτό κι όταν η συντροφιά φτάνει κοντά στις κουμαριές λέει σιγανά "Εμείς είμαστε, μάνα. Μη φοβάσαι. Είμαστε εμείς, και φέρνουμε νερό". Η μάνα του σταυροκοπιέται όταν τον βλέπει, τον κοιτάζει μια άγρια και μια με κάποιο φοβισμένο χαμόγελο, κι έπειτα του γεμίζει το κύπελλο που της απλώνει ο άντρας. "Του δώσαμε να πιεί μόλις μας βρήκε", λέει τότε η μεγάλη αδερφή του, και αρχίζει να διηγείται: "Κατέβηκα στη θάλασσα και βρήκα τον πατέρα να ψαρεύει. Τού φώναζα αλλά εκείνος απαντούσε διαρκώς ''τώρα, παιδί μου, τώρα'', ώσπου έβαλα τα κλάματα". Εκείνος, καθώς λέει η αδερφή του, βλέποντας αυτό ήρθε κοντά στην παραλία με τη βαρκούλα ρωτώντας τι είχε συμβεί και, όταν το κορίτσι τού τα είπε, έσυρε το σκαφίδι στη στεριά βρίζοντας τους προδότες της πατρίδας και πετώντας ξανά στη θάλασσα τα ψάρια που είχε πιάσει. Το αγόρι μισοκλείνει τα μάτια του και ζωντανεύει τη σκηνή στο νου του. Δεν είναι σίγουρο αν τα ψάρια ζούσαν ακόμα, αλλά δε βρίσκει το κουράγιο να ρωτήσει μπροστά σ' αυτούς τους άντρες.