Projects: |
Νικόλαος Σεκουνδινός (1402-1464). Βίος και έργον (διδακτορική διατριβή, 1970), ΄Ελληνες Λόγιοι ΙΕ΄-ΙΘ΄ αιώνες (1979), Νεοελληνικά (3 τόμοι, 1984-1992), Πέντε δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία (1987), Γερ. Μαρκορά, Ποιήματα (1988), Προοπτικές και προσεγγίσεις. Μελέτες Νεοελληνικής Φιλολογίας (1991), Αναφορά στους Αρχαίους. Σταθμοί δημιουργικής αρχαιογνωσίας στη νεοελληνική ποίηση και φιλολογική σκέψη (1994), Ανδρέα Καρκαβίτσα, Η Λυγερή (1994), Ανάλεκτα Νεοελληνικής Φιλολογίας (1995 / 1998), Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ο Ζητιάνος (1996), Γερ. Μαρκορά, Ο ΄Ορκος (1996), Η νεοελληνική σύνθεση. Θέματα και κατευθύνσεις της νεοελληνικής φιλολογίας (1999), Το συγγραφικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά (2000), Η παρουσία των κειμένων. Ερμηνευτικές και ιστορικές αναγνώσεις έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας (2002), Παλαμικά. Μελετήματα και άρθρα (1973-2003) (2003), Η ποίηση του νέου ελληνισμού (2004), Νοταριακά έγγραφα από την Εύβοια (Negroponte), που συντάχθηκαν κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1215-1466) (2004), Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία (2005), Παπαδιαμαντικά (2006).
|
Abstract text: |
Η θεωρία της λογοτεχνίας επιχειρεί να δώσει μια κατά το δυνατό επαρκή και αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα τ ι ε ί ν α ι η λ ο γ ο τ ε χ ν ί α στην κλίμακα της γενικής φύσης της, των ειδολογικών κατηγοριών της, των αισθητικών της διαφορισμών, αλλά και του τρόπου με τον οποίο ένα συνολικό προσωπικό έργο ή ένα μεμονωμένο κείμενο εγγράφεται στους διαδοχικά ευρύτερους κύκλους ιδιοτήτων της λογοτεχνίας, στους οποίους ανήκει. Το ερώτημα δεν αναφέρεται μόνο στο ίδιο το "σώμα" της λογοτεχνίας αλλά στην όλη διαδικασία που το περιβάλλει, το περιέχει και συμμετέχει στον καθορισμό του: στους γενετικούς παράγοντες των κειμένων (από τον κατευθυντήριο ρόλο της προϋπάρχουσας κοινωνικής, ιδεολογικής και πνευματικής-καλλιτεχνικής πραγματικότητας έως την προσωπικότητα του συγγραφέα και την ενέργεια της γραφής)• στα κείμενα ως διαμορφωμένα αποτελέσματα (που κάνοντας λόγο για τον "εκτός αυτών" κόσμο συνιστούν ταυτόχρονα έναν αυτόνομο καινούργιο)• και στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σ' αυτά και στον αναγνώστη (δράση του λογοτεχνικού μηνύματος αντίδραση τρόπου υποδοχής του μηνύματος). Η απροκατάληπτη και εγκυρότερη οριοθέτηση του χώρου της θεωρίας προκύπτει από την παραδοχή ότι σ' αυτόν εμπίπτει κάθε γενικευμένη πρόταση που αναφέρεται στα παραπάνω θέματα, ανεξάρτητα όχι μόνο από τις ιδιαίτερες πεποιθήσεις που την καθορίζουν αλλά και από τον βαθμό της περαιτέρω συστηματοποίησής της. Από την άποψη μιας εξωτερικής (αλλά όχι συμβατικής) τυπολογίας του κειμένου θεωρίας της λογοτεχνίας, αυτό θα μπορούσε να τοποθετηθεί ανάμεσα στη γενική Αισθητική και στην εντοπισμένη Κριτική-Φιλολογία, καθώς με την πρώτη συνδέεται ως προς την αφαιρετική σκέψη περί τέχνης και με τη δεύτερη ως προς την εξάρτηση ειδικά από το λογοτεχνικό πεδίο. Από το περιεχόμενο των απαντήσεων στο ερώτημα καθορίζεται η σύσταση και εφαρμογή των αντίστοιχων μεθόδων μελέτης της λογοτεχνίας. Επομένως, η ασχολία αυτή συγκαταλέγεται στις υποχρεώσεις της φιλολογικής επιστήμης, γιατί κάθε επιστήμη υφίσταται και εξελίσσεται μόνο με βάση μιαν ορισμένη επίγνωση της οντότητας του αντικειμένου της. Ο "εμπειρισμός" είναι αναγκαίος και επωφελής, με την έννοια της τεκμηρίωσης των παρατηρήσεων, του διορθωτικού ελέγχου (ή ακόμη και της διάψευσης) ενός θεωρητικού σχήματος και, βέβαια, της κατάλληλης κάθε φορά προσαρμογής τού φύσει γενικού σχήματος στην ατομικότητα των επιμέρους θεμάτων• όχι όμως και με την έννοια της συνειδησιακής αδράνειας, της παραπλανητικής αποσπασματικότητας απέναντι στην ενότητα του αντικειμένου και της τυχαίας τροπής και ιεράρχησης των ενεργειών.
Οι θεωρητικές θέσεις, φυσικά, μεταβάλλονται διαχρονικά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, καθώς εξαρτώνται από την εξέλιξη της ίδιας της λογοτεχνίας, από τους διαφορετικούς τρόπους αντίληψης της λογοτεχνικής και γενικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας τρόπους που ανάγονται στην όλη κοσμοθεωρία και ανθρωπογνωσία κάθε εποχής και από τον πολλαπλασιασμό και εξειδίκευση των κατευθύνσεων του συγκεκριμένου προβληματισμού. Και ίσως η μόνη αρχή που θα μπορούσε να διεκδικήσει διηνεκή ισχύ είναι ότι η θεωρία πρέπει να συνάγεται από τη λογοτεχνία και να "υπάγεται" διαφωτιστικά σ' αυτήν όχι να προεπινοείται ερήμην των κειμένων και να προβάλλεται επάνω σ' αυτά χωρίς να αναζητεί μέσα στον χώρο τους την υποστήριξή της. Το ότι στη συνέχεια μια εύστοχη θεωρία ευνοεί τη συγκρότηση εντελέστερων μεθόδων περιγραφής και ερμηνείας του αντικειμένου όχι μόνο δεν αίρει αυτήν την αναγκαία προτεραιότητα, αλλά την επαληθεύει πρόσθετα. Σε ό,τι αφορά τη σχέση της θεωρίας με την καθαρά "αξιολογική" αντιμετώπιση της λογοτεχνίας, ο δικός της χαρακτήρας είναι πρώτιστα περιγραφικός-γνωστικός και αυτό το κρίσιμο προβάδισμα της επιστημονικότητάς της μπορεί αναμφίβολα να διατηρηθεί. Αλλά η θεωρία τελεί και σε μιαν αναπόφευκτη "ελάχιστη" συνάρτηση με την αξιολόγηση: από τον ουδέτερο διαπιστωτικό ορισμό του τι είναι η λογοτεχνία εξαρτάται η κρίση σχετικά με το αν ένα κείμενο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις (πια) αυτής της ιδιότητας• και από τους απρόβλεπτους τρόπους ανταπόκρισης, που αναγνωρίζονται (αξιολογούνται) στη συνέχεια ως πειστικοί, επηρεάζεται αναθεωρητικά ο ορισμός. Γενικότερα, το γεγονός ότι υπερχρονικός και αναλλοίωτος ορισμός της λογοτεχνίας δεν υπάρχει και ότι, αν ισχύει μια απεριόριστη "πολιτισμική σχετικότητα", λογοτεχνία είναι ό,τι κάθε εποχή δέχεται ως λογοτεχνία δεν εμποδίζει τη διατύπωση συνεκτικών και κατά προσέγγιση αντικειμενικών (δηλαδή επιστημονικών) προτάσεων, τουλάχιστον μ έ σ α στα όρια κάθε μείζονος ιστορικού-πολιτισμικού κύκλου.
Δηλωμένη ή άδηλη και λανθάνουσα θεωρία της λογοτεχνίας συν-γεννάται ιστορικά με τη λογοτεχνική πράξη και την πρόσληψή της, γιατί τόσο ο συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης είναι αδύνατο να μη διαμορφώνουν μια στοιχειώδη έστω άποψη για τη φύση του αντικειμένου που τους απασχολεί. Παρατηρούνται όμως κατά εποχές και τόπους πολύ σημαντικές διαφορές όχι μόνο ως προς το κεντρικό περιεχόμενο των θέσεων αλλά και ως προς την πυκνότητα της ασχολίας, τον βαθμό συνειδητοποίησης των ζητημάτων και τη συστηματικότητα των θεωρητικών έργων. Οι προηγμένες πνευματικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη πολυδιάστατου και συνθετότερου προβληματισμού, που εντείνεται ακόμη περισσότερο σε περιόδους απορηματικής διέγερσης της ανθρώπινης σκέψης και αμφισβήτησης των καθιερωμένων γνωσιολογικών βάσεων θεώρησης της λογοτεχνίας και οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού φαινομένου. ΄Ετσι, η όλη εξέλιξη του πολιτισμού έχει συσσωρεύσει έναν ποσοτικά και ποιοτικά σπουδαίο πλούτο απαντήσεων, που καμία δεν μπορεί να αξιώσει ούτε διαχρονικά ούτε συγχρονικά την ιδιότητα της απόλυτης ορθότητας ή της πληρότητας και που όλες ανταποκρίνονται εν μέρει στην πραγματικότητα της λογοτεχνίας. Μια ισχυρή και στη συνέχεια ραγδαία ανάπτυξη της ασχολίας σημειώνεται στον μείζονα "δυτικό" χώρο από τις αρχές του Μεσοπολέμου έως την εποχή μας και συνδέεται με την αυξημένη γενικότερη θεωρητική ανησυχία, τη διερευνητική-διαλεκτική διάθεση, τη μεθοδολογική αναλυτικότητα αλλά και τις συνθετικές (και διεπιστημονικές) τάσεις της ήδη πολύ μακράς αυτής περιόδου. Θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι αυτή η γόνιμη έξαρση των αναζητήσεων και η αποφασιστική όσο ποτέ στο παρελθόν αυτονόμησή τους δεν πρέπει να προκαλεί μιαν υφέρπουσα ψευδαίσθηση ότι λογοτεχνική θεωρία είναι μόνο ή κυριότατα η δραστηριότητα των δεκαετιών αυτών. Η ιστορικά εποπτική και ώριμη κρίση θα εξέπιπτε τότε σε έναν "εγωισμό εποχής".
Θεωρία της λογοτεχνίας οπωσδήποτε υπάρχει στη νεοελληνική σκέψη. Για ευνόητους ιστορικοκοινωνικούς λόγους, η σχετική παραγωγή υστερεί σε σύγκριση με εκείνην των προνομιακών διεθνών "κέντρων", από άποψη έκτασης, συστηματικότητας και πρωτοτυπίας. Η αναμφισβήτητη αυτή διαφορά όμως δεν σημαίνει ότι η θεωρητική ασχολία απουσιάζει, γιατί ένας τέτοιος "μηδενιστικός" ισχυρισμός δεν ισοδυναμεί με αντικειμενική διαπίστωση και οφείλεται μάλλον σε μιαν ακόμη υπερλειτουργία του γνωστού αισθήματος "επαρχιακής" μειονεξίας, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή γνώση του βιβλιογραφικού πεδίου (και των αρμόδιων τρόπων διερεύνησης και εκτίμησής του). Υπενθυμίζουμε εξάλλου το αυτονόητο γεγονός ότι στην ελληνική όπως και σε κάθε άλλη βιβλιογραφία ένα ευρύτατο ποσοστό άμεσης ή έμμεσης θεωρίας υφίσταται δ ι ά χ υ τ ο μέσα στο σύνολο των κειμένων "πρακτικής" κριτικής και φιλολογικής μελέτης της λογοτεχνίας και οποιουδήποτε άλλου τρόπου αναφοράς σ' αυτήν. (Για να μην σταθούμε στο επίσης αυτονόητο γεγονός ότι ουσιαστική, απείρως πολυεδρική και κατεξοχήν αντιδογματική θεωρία ενέχουν καθεαυτά τα λογοτεχνικά κείμενα φαινόμενο όμως διαφορετικής υπόστασης και βιβλιογραφικής τάξης.) Σε συνδυασμό με τα αίτια της (καθ)υστέρησης της νεοελληνικής θεωρίας, αυτή η θετική πλέον ιδιότητα της διασποράς εξηγεί το ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της η σχετική παραγωγή συνδέεται με ονόματα κριτικών, δοκιμιογράφων, λογοτεχνών, φιλολόγων και ορισμένων εκπροσώπων του φιλοσοφικού στοχασμού, ενώ μόνο κατά τα τελευταία χρόνια αρχίζει να "διακρίνεται" η ειδικότητα του θεωρητικού της λογοτεχνίας (χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να ενθαρρύνεται η ευεργετική "πανταχού" παρουσία της θεωρητικής σκέψης). Το βέβαιο πάντως είναι ότι περίπου από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν τα ζητήματα της "καλλιλογίας" και της ποιητικής εξετάζονταν μέσα στο πλαίσιο των γενικών όρων και κανόνων της "ρητορικής τέχνης", έως τις περιόδους της βαθμιαίας ωρίμανσης και αυτονόμησης ενός ασύγκριτα καταλληλότερου στοχασμού, και από αυτές έως την εποχή μας, όπου τόσο οι επίμονες διακρίσεις όσο και οι ολικές θεωρήσεις εξαίρουν και διαφυλάσσουν την αυτονομία της λογοτεχνικότητας (υποδεικνύοντας μεταξύ άλλων και τη λειτουργία της καθαυτό λογοτεχνικής "ρητορικής" πια), εκτυλίσσεται μια μεγάλη σειρά προτάσεων διαβαθμισμένης πληρότητας και πρωτοτυπίας, που "παρακολουθούν" το γενικό σχήμα των διεθνών εξελίξεων. Από τον χώρο του υλικού αυτού, επιχειρούμε στη συνέχεια μια δειγματοληπτική αναγραφή, με όλους τους περιορισμούς και τις πιθανές δυσαναλογίες επιλογής (ή και αστοχίες ιεράρχησης), που απορρέουν και από το γεγονός ότι βιβλιογράφηση της νεοελληνικής θεωρίας της λογοτεχνίας δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη, ούτε συνολικά ούτε κατά μιαν επαρκώς εκτεταμένη περίοδο.
Εκδόσεις Δόμος [2005], σσ. 705-708
|