ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ
Ο δρόμος κουλουριάστηκε δεξιά, φίδι με την ουρά του να χάνεται στον κάμπο.
Φώτα πολλά, σήματα και ένα βενζινάδικο μας κόβουν τη θέα που είχαμε τότε από ψηλά. Οπισθοχωρήσαμε, κατεβήκαμε παρέες-παρέες από την Αλβανική ενδοχώρα. ’οπλοι, οι χλαίνες μας γεμάτες ψείρες. Τρεις μέρες νηστικοί, σχεδόν ξυπόλητοι ψάχναμε ήλιο. Σταματήσαμε στην βρύση, το νερό μας λίγωνε. Βγάλαμε τις αρβύλες, μαζί με τις μάλλινες κάλτσες ξεκόλλαγε και το κρέας ανάμεσα στα δάκτυλα.
Οι αμυγδαλιές και πάλι ανθισμένες.
Ο Έκτορας τράβηξε για το χωριό, όλη η δόξα μας ένα καρβέλι ψωμί.
Έκανε μερικά βήματα και ακούστηκε η έκρηξη. Έμεινε εκεί, τον χώσαμε πρόχειρα.
Αρκετά μετά φέραμε ένα κομμάτι μάρμαρο να τον φυλάει και ένα καντήλι να το φωτίζει.
Ο δρόμος συνεχίζει να κουλουριάζεται, φίδι με την ουρά του να χάνεται στον κάμπο.
Το βενζινάδικο επάνω στο κεφάλι του. Δίπλα στην μαρμάρινη στήλη ο κάδος, με στουπιά, λάδια και βενζίνες.
Το μάρμαρο με τη δάφνη χάθηκε στα σκουπίδια.
Οι αμυγδαλιές κόπηκαν, η βρύση στέρεψε.
Τι ήθελε ο Έκτορας εκεί μόνος χωρίς νερό, χωρίς καντήλι, χωρίς ανθούς αμυγδαλιάς την άνοιξη.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ
ΦΥΛΛΟ ΠΡΩΤΟ
Δεν έχουμε τίποτα
πουλήσαμε και το νερό,
νομάδες στην ιλύ της νήσου Μήλος.
Μας εγκατέλειψαν τα παιδιά.
Μας περονιάζει η φωτιά
και ο καημός
για τα σπασμένα βράχια του Ευξείνου.
Τους αναστεναγμούς της θάλασσας
ακούει μόνο ο εσταυρωμένος.
Ο άνεμος σκορπίζει στις ακτές
προγόνων τα κειμήλια.
Χαρτιά που ο ήλιος εφρυγάνισε
ξεκόλλησαν
τα σωθικά του σύμπαντος.
Η πόλις απειλείται
το φως κρημνίζεται σε σήραγγες
ανδρειωμένων οπλιτών.
Η πόλις απειλείται
τις προγραφές εμπέδωσαν
οι συγγενείς
ευνοουμένων ποιητών.
Η πόλις απειλείται
τα ανοίγματα στο έδαφος
θυμίζουν την ισχύ μας.
Το δέντρο
Τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου το
πλησίαζαν οι κεραυνοί και φώτιζε όλος
ο οίκος.
’λλοτε, στις αρχές της ’νοιξης λέρω-
ναν τα ανθοκάρπια του, φτερά καρδε-
ρίνων, φλώρων, σπούργων. Ξεχείλιζε
φωνές το θαλασσοχώρι καθώς περνά-
γαμε από τη μεγάλη διχάλα του μια τρι-
χια και τυλίγαμε τη σανίδα με μια πα-
λιά κουβέρτα και πηγαινοερχόμαστε με
τα πόδια τεντωμένα για να παίρνουμε
φόρα και αυτό να τρίζει από χαρά ρί-
χνοντας τα άνθη χιόνι.
Τα πρωινά του Αυγούστου, καθώς
οι ναοί του γέμιζαν με ύμνους από τζι-
τζίκια, σέρσεκες, ο ήλιος στο πιο ψηλό
κλαρί του άστραφτε καθρέπτης Σκυ-
ριανός.
Στον εμφύλιο, ήρθε μια συντροφιά
πέρασε από τη διχάλα ένα σχοινί. Τα
πόδια τέντωσαν, το κορμί ξέπνοο να το
πηγαινοφέρνει ο αέρας ώρες δεκαεπτά.
Σιωπή,
Μεγάλη σιωπή, έμπαινε ο χειμώνας.
Το αλυσοπρίονο πήρε μπροστά μασώ-
ντας τον κορμό του κι αυτό μ' ένα παρα-
τεταμένο τρίξιμο σωριάστηκε μ' όλους
τους καρπούς του.
Έτσι σταμάτησε το κλάμα του Πατέ-
ρα που τα βράδια γύρναγε αερικό στις
φυλλωσιές ψάχνοντας το παιδί του.
|