ΚΩΤΣΙΑΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ


ΚΩΤΣΙΑΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
 More about author: 
First name:  ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Last name:  ΚΩΤΣΙΑΣ
Projects: 

Από τις Εκδόσεις Κέδρος έχουν κυκλοφορήσει:
η συλλογή διηγημάτων Περιστατικό τα μεσάνυχτα (1991)

οι νουβέλες


Το τελευταίο καναρίνι (1995)
Το τραγούδι εκείνης της νύχτας (1998)
Βροχή στο μνήμα (2000)
Τρεις γενιές Αμερικάνοι (2004)

καθώς και το μυθιστόρημα Τα εφτά παράθυρα (2003)


Address: 

Ναυπλίου 92,
104 41 Αθήνα


Date of birth:  1951
Birth place:  Βόρεια Ήπειρος
Abstract title:  ΤΑ ΕΦΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Abstract text: 
ΝΤΑ-ΤΣΙ-ΜΠΑΟ (ΦΛΕΤ-ΡΟΥΦΕ)
Όποιος ταυτίσει τους ήρωες με πραγματικά πρόσωπα
καταδικάζεται από το άρθρο 64 ως εχθρός του λαού.

 

 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η μικρή πόλη ήταν χτισμένη στους πρόποδες του λόφου, ακριβώς στα πόδια του κάστρου που δέσποζε στην κορυφή. Έμοιαζε με κέντημα που ποδόγυρου της φουστανέλας του. Τα παράθυρα των σπιτιών, χιλιάδες ορθάνοιχτα μάτια σε κερκίδες, παρακολουθούσαν το ποτάμι που ερωτοτροπούσε με τον κάμπο μέσα στις ιτιές με σκανδαλιάρικα φιδογυρίσματα. Τα σπίτια, στριμωγμένα το ένα πάνω στ' άλλο σαν αυγά από κάποιον προϊστορικό δεινόσαυρο, οι τοίχοι, οι σκεπές, τα καλντερίμια, οι σκάλες, οι αυλόγυροι, τα πεζούλια από τις πολλές βροχές είχαν πάρει το αργυρό χρώμα του βουνού. Το κάστρο αγκάλιαζε ασφυχτικά την πόλη και την επέβλεπε μ' εκείνα τα μικρά παράθυρα που είχαν ξεπροβάλλει σα μάτια γίγαντα μέσα από τη θεόρατη πέτρινη μάζα, μέσα από ένα συμπαγή βράχο με τις πολεμίστρες, τις οδοντωτές επάλξεις ίδια με κόγχες κρανίου. Όταν όμως όταν παρατηρούσε κανείς από κοντά τα τείχη, διαπίστωνε ότι όλος εκείνος ο όγκος δεν αποτελούνταν από τίποτε άλλο παρά μόνο από πέτρες κανονικού μεγέθους, πελεκημένες από ανθρώπινο χέρι - χιλιάδες ανθρώπινα χέρια -, και ήταν δύσκολο να συλλάβει ο νους πώς είχαν κατορθώσει οι άνθρωποι με κόπο και υπομονή να κατασκευάσουν όλο εκείνο το πέτρινο βουνό. Η κορυφή του έφτανε μέχρι τον ουρανό, και τα θεμέλια, με ένα λαβύρινθο από κατακόμβες, είχαν μπηχτεί στα έγκατα της γης όπως στα βάθη των θρύλων. Η ιστορία του κάστρου είχε ξεθωριάσει, είχε μυθοποιηθεί, και την εντύπωση αυτή τη δυνάμωνε η ομίχλη που ανηφόριζε συχνά το χειμώνα από τον κάμπο και σκέπαζε την πόλη, ενώ το κάστρο επέπλεε πάνω στις άσπρες τουλούπες, σαν να αρμένιζε στα παραμύθια. Και μέσα απ' αυτή την ομίχλη, καθώς η Ιστορία ηθελημένα είχε διασώσει τόσα λίγα γραπτά, η φαντασία του ανθρώπου κάλπαζε αχαλίνωτη και έπλαθε με ασυγκράτητη ελευθερία την εικόνα της πριγκίπισσας η οποία για να μη πέσει στα χέρια κάποιων εχθρών - λησμονημένων πια - είχε βουτήξει από την κορυφή του κάστρου και είχε διαλυθεί μέσα στην ομίχλη. Οι ορδές των Σαρακηνών, της Μονοβύζας και των Φράγκων είχαν περάσει χωρίς να αφήσουν σημαντικές εκδορές πάνω στα τείχη.
Ασφαλώς και ήταν απόρθητο - καμιά σκάλα δεν μπορούσε να το φτάσει και κανένα κανόνι δε μπορούσε να το τρυπήσει. Και σίγουρα, κανένας πολιορκητής δεν είχε ποτέ την ατυχία να πέσει από την κορυφή του, για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν είχε την τύχη να κατορθώσει να ανέβει εκεί ψηλά. Από τα λίγα γεγονότα που είχε συγκρατήσει η ιστορία, κανείς δεν θυμόταν κάποια αξιομνημόνευτη μάχη για την εκπόρθησή του. Αλλά και κανείς όμως δεν τολμούσε να δηλώσει ανοιχτά πως ο ρόλος του κάστρου υπήρξε περισσότερο διακοσμητικός σε σχέση με την πατρίδα, ίσως επειδή το ίδιο το κάστρο, από γεροντική ανία, να μη θυμόταν σε ποια πατρίδα ανήκε ανά τους καιρούς.

Στις μέρες μας η εκπόρθησή του ήταν ανώφελη, διότι το κάστρο φάνταζε πια με απολίθωμα χωρίς ζωή, σαν παλιό όστρακο.
Τα μοναδικά τεκμήρια ζωής μέσα σε αυτόν το γιγάντιο σκέλεθρο ήταν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Εκεί μέσα στεγάζονταν οι δικαστικές φυλακές - η μοναδική σύγχρονη λειτουργία του κάστρου. Από τα εφτά παράθυρα έπεφταν διαρκώς πάνω στην πόλη τα θλιμμένα βλέμματα των φυλακισμένων.
Η πόλη όμως δεν έστρεφε τα μάτια σ' εκείνα τα εφτά παράθυρα. Την ενοχλούσε το διαπεραστικό τους βλέμμα και προσπαθούσε να το αποφύγει. Τα μάτια της ήταν στραμμένα στο μέλλον, στη ζωή, στους δρόμους που ασφυκτιούσαν από επαναστατικές δραστηριότητες, από τσαχπινιές στους κινηματογράφους και στα γήπεδα. ’λλωστε μέσα στο κάστρο δεν βρίσκονταν κλεισμένοι παρά μόνο οι εχθροί του λαού.
Τα φώτα της πόλης, η μουσική της μπάντας, τα όνειρα των νέων, αγνοούσαν επιμελώς εκείνα τα εφτά παράθυρα. Οι νέοι ζούσαν έντονα την αισιοδοξία των καιρών του σοσιαλισμού, αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο - και γι' αυτό ευτυχισμένοι.



ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΟΝΕΙΡΟ
Από κάποιο απροσδιόριστο σημείο ακουγόταν ένας παράξενος εξωγήινος ήχος. Σα μουσική του σύμπαντος.
Ο μπάρμπα-Κώτσιος, ο Μπαρούφας, οδηγούσε χαμογελαστός το ξύλινο αεροπλάνο ενώ η μεγάλη ταχύτητα τους έδινε μια αίσθηση ευτυχίας.
Είχαν φτάσει στους ουρανούς. Τα άστρα δεν ήταν πια ψηλά όπως πάντα, φαίνονταν από το παράθυρο του αεροπλάνο, σαν από το παράθυρο της κάμαρης της γιαγιάς που έβλεπε πίσω στην κερασιά του κήπου. Διακρίνονταν οι πλανήτες, μέσα στο μαύρο φόντο, με την ελλειπτική τροχιά τους, όπως τη μάθαιναν στο σχολείο.
- Γιατί είναι μαύρος ο ουρανός, μπάρμπα-Κώτσιο;
- Ο ουρανός είναι από μόνος του μαύρος, παιδί μου, μίλησε ο μπάρμπα-Κώτσιος με εκείνη την ιδιόμορφη φωνή του με τις μονίμως μπουκωμένες μύτες,. Αλλά είναι τα όνειρα που τον κάνουν γεράνιο. Τα χαράματα εμείς βλέπουμε πολλά όνειρα, και τότε αυτός γίνεται πιο ξανθός, μέχρι που ξημερώνει, είπε κι έκανε μια χειρονομία για να εξηγήσει πώς ανεβαίνουν στον ουρανό οι ατμοί των ονείρων.
Τα δάχτυλα του μπάρμπα-Κώτσιου ήταν σκληρά σαν πόδια χελώνας.
Ο μπάρμπα-Κώτσιος είχε πολλά χρόνια πεθαμένος και ξαναεμφανιζόταν μόνο στο όνειρο. Από τα δάχτυλά του μπορούσε να πιστέψει κανείς πως είχε ζήσει τρακόσα χρόνια, ίσα με τις χελώνες. Ο δάσκαλος έλεγε ότι οι χελώνες ζουν τρακόσα χρόνια - και ίσως πετάνε, αφού πετούσε ο μπάρμπα-Κώτσιoς με αυτά τα δάχτυλα σαν πόδια χελώνας.
Το αεροπλάνο έπαθε κάποια βλάβη. Ο μπάρμπα-Κώτσιος πήρε το σκεπάρνι και άρχισε να καρφώνει τις σανίδες, αλλά εκείνες ήταν σάπιες και έσπαγαν.
- Έμειναν πολλά χρόνια μέσα στο μνήμα, εξηγούσε.
Κάρφωνε και έβριζε. "Γαμώ την πίστη!".
Οι πρόκες έπεφταν από τα χέρια του κάθετα στο σκοτεινό χάος, σαν οβίδες. Ακούγονταν οι και εκρήξεις. Γιατί ο μπάρμπα-Κώτσιος, γέρος άνθρωπος ήταν, του έφευγε και καμιά πορδή όταν χτυπούσε δυνατά με το σκεπάρνι...
Περνούσαν πάνω από το χωράφι της θεία Αφροδίτης, στην Ταρανίδα, πλάι στον Ξεριά. Φαινόταν και η θεμωνιά με το χορτάρι.
Ο μπάρμπα-Κώτσιος συνέχιζε να καρφώνει, αλλά οι σανίδες έσπαγαν διαρκώς, ώσπου το αεροπλάνο έμεινε μόνο με το πάτωμα και εκείνοι οι δυο πετούσαν σαν πάνω σε ιπτάμενο χαλί. Τους τύλιγε μια γκρίζα ομίχλη, που φωσφόριζε από τις ανταύγειες του φεγγαριού κι έπαιρνε ένα χρώμα ώχρας,, σαν του ’δη.
- Χάνουμε ύψος, είπε ο μπάρμπα-Κώτσιος.
Ακούγονταν τα κοκόρια που λαλούσαν. Να και το σπίτι της Κούλας, της παιδικής του φίλης. Το "Κουκουρίκου!" του πετεινού ακουγόταν όπως φώναζε η μάνα της "Κούλααα..." Φαινόταν το κοτέτσι, που ήταν κι αυτό φτιαγμένο από σάπιες σανίδες.
- Προσγειωνόμαστε στην Αφροδίτη, είπε ο μπάρμπα-Κώτσιος χαμογελώντας με το μοναδικό του δόντι που έκλεινε σαν τανάλια. Εδώ είναι ο Παράδεισος. Εριιιι! - και πέταξε την τραγιάσκα του ψηλά όλο χαρά.
Τα κοκόρια, που κόβουν τα όνειρα, συνέχιζαν να λαλούν.

----------------------------------------------------------------

Ένας παλιός στρατιώτης, Μερντάρ λεγόταν, που είχε εκτίσει δέκα χρόνια κάθειρξη, από τα είκοσί του, για απόπειρα απόδρασης και τώρα, στα τριάντα του, τον είχαν πάρει για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία - "μπάρμπα" τον έλεγαν οι άλλοι -, κήρυττε τη δική του θεωρία για τους καταδότες. Έλεγε ότι διαιρούνται σε πέντε κατηγορίες: η πρώτη περιλαμβάνει τους επαγγελματίες, που πληρώνονται κανονικά για τη δουλειά αυτή - εδώ κοκκίνιζε ο Σεντάτ, όσο μπορούσε να κοκκινίσει ένας μελαχρινός -, στη δεύτερη κατατάσσονται εκείνοι που επιστρατεύτηκαν με διάφορους τρόπους - εδώ κοκκίνιζε λιγάκι ο Κίτσος -, στην τρίτη κατατάσσονται εκείνοι που το κάνουν για να διορθώσουν τα λάθη τους ή σαν αντάλλαγμα για κάποια χάρη ή κάποια θέση - εδώ κοκκίνιζαν αρκετοί -, τέταρτοι είναι εκείνοι που ακούγοντας κάτι πηγαίνουν να το αναφέρουν επειδή είναι νομοταγείς ή επειδή φοβούνται, και πέμπτοι είναι εκείνοι που το κάνουν από απροσεξία και μετά το μετανιώνουν. Δεν είναι όμως όλοι της ίδιας προέλευσης και δεν έχουν όλοι τον ίδιο προορισμό. Είναι οι συμπληρωματικοί, οι βοηθητικοί, οι έκτατοι, οι μόνιμοι, είναι εκείνοι που μπαίνουν στην υπηρεσία του κομισάριου, του διευθυντή, του Φροκ, ακόμα και του Κίροφ. Οι πιο επικίνδυνοι όμως είναι οι κατ' εξοχήν καταδότες, εκείνοι που δουλεύουν για τον υπεύθυνο της Ασφάλειας και δίνουν γραπτές καταθέσεις. Αυτοί πάντα επαγρυπνούν. Το λέει και το Κόμμα: "Το νερό κοιμάται, ο εχθρός δεν κοιμάται". Αυτοί όμως δεν είναι απλοί ρουφιάνοι, πρέπει να διαχωρίζεται ο όρος "καταδότης" από τον όρο "ρουφιάνο". Ο στενότερος φίλος του, ο Ιλίρ, πάντα παρακαλούσε τον Μερντάρ να τον κατατάξει στην ανώτερη κατηγορία των καταδοτών.
Η μάνα έγραφε ταχτικά στο Γιώργο, με τα απλά και στρογγυλά γράμματά της, απλοποιημένα, χωρίς ωμέγα, ήτα, άλφα γιώτα, περισπωμένες και τέτοια. Του έγραφε πράγματα ασήμαντα, ο Γιώργος περίμενε με λαχτάρα αυτά τα γράμματα, τα κρατούσε όλα μαζί και όταν έπαιρνε καινούργιο, ξαναδιάβαζε και τα παλιά. Και τότε τον έπαιρνε ο πόνος - πολλές φορές μάλιστα το γράμμα μύριζε και είχε την εντύπωση ότι μοσχοβολούσε αλεύρι από τα χέρια της μάνας. Ο πατέρας έγραφε σπάνια. Του έγραψε μια φορά ότι είχε κάνει προσπάθειες να τον ταχτοποιήσει μετά το στρατό σε κάποια δουλειά, αλλά δεν είχε πάρει καμία σίγουρη απάντηση. Πάντως είχε αρκετές ελπίδες. Του έγραφαν χαιρετισμούς από τον Τρύφωνα. Η Νίτσα είχε αρραβωνιαστεί, αλλά είχε χαλάσει τον αρραβώνα της επειδή ο γαμπρός δεν είχε καλή βιογραφία.


Με την υποχώρηση του χειμώνα ήρθε και η απόφαση για την απαλλαγή του Ιλίρ Ντόκο από τη στρατιωτική θητεία. Η ιατροδικαστική επιτροπή τον έκρινε διανοητικά καθυστερημένο. Το είχε ζητήσει ο κομισάριος, εφόσον δεν ήταν ικανός ούτε για την πιο απλή δουλειά, τον τάιζαν τζάμπα και τον υπολόγιζαν σαν εργατικό χέρι. Είπαν στον Ιλίρ "Απολύεσαι διότι κρίθηκες ηλίθιος". Ο Ιλίρ χάρηκε πολύ, ενθουσιάστηκε για την εκτίμηση που του έγινε, αν και, όπως είπε, δεν είχε κανένα παράπονο από το στρατό. Την ημέρα που έφευγε υποσχόταν πως θα ξαναρχόταν να τους επισκεφτεί και έλεγε στους άλλους:
- Να ζητήσετε κι εσείς απαλλαγή, να πείτε ότι είστε όλοι ηλίθιοι. Αφού είστε και δεν το ξέρετε. Εγώ άκουσα το Ρομπέρτ να το λέει. "Είναι όλοι τους ηλίθιοι". Να δείτε που θα σας απαλλάξει η επιτροπή. Αφού απάλλαξε εμένα, που δεν ήξερα να απαντήσω τίποτα, πόσο μάλλον εσάς. Εσύ, Βλάδη, που ξέρεις τόσα πολλά, πρέπει να είσαι ο πιο ηλίθιος.
Κορδωνόταν, χτυπούσε το στήθος και περιφερόταν στην αυλή του στρατώνα:
- Είμαι ηλίθιος! Ζήτω το Κόμμα!
Εκείνη τη μέρα βγήκε ο ήλιος και από παντού άρχισαν να εξατμίζονται τα νερά. Είπαν ότι όλη η φύση χάρηκε που απολύθηκε ο πιο καλός στρατιώτης.
Οι υπόλοιποι έβγαλαν τους χιτώνες και τους άπλωσαν πάνω στους θάμνους να στεγνώσουν. Η άνοιξη έστελνε τους πρώτους προξενητές της: κάτω από τα στεγνά αγκάθια άρχισαν να φυτρώνουν μανουσάκια
Ένα κορίτσι περιφερόταν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά από τους στρατιώτες, δεν άντεξε στον πειρασμό και πλησίασε να τους βλέπει από κοντά. Ήθελε να μυρίσει τη βαρβατίλα τους. Εκείνα τα μέρη ήταν αραιοκατοικημένα και οι άνθρωποι λιγοστοί. Οι παλιοί στρατιώτες έλεγαν διάφορες ιστορίες για τη Λουτσία: ότι η συνήθεια αυτή της είχε μείνει από πέρσι το καλοκαίρι, όταν έκανε μπανιστήρι την ώρα που εκείνοι κολυμπούσαν γυμνοί στο μεγάλο κανάλι.
Ο Κίροφ της έκανε νοήματα, αλλά αυτή δεν το κουνούσε από τη θέση της - μάλιστα του έβγαζε και τη γλώσσα. Τότε ο Κίροφ έβγαλε την μπλούζα και έτρεξε προς το μέρος της. Εκείνη το 'βαλε στα πόδια, και ο Κίροφ την κυνήγησε. Μετά σταμάτησαν και οι δυο λαχανιασμένοι, κι εκείνη συνέχιζε να του βγάζει τη γλώσσα. Τότε ο Κίροφ έβγαλε και το παντελόνι και, εντελώς γυμνός, την κυνηγούσε με πείσμα. Αυτή έβγαλε μια κραυγή και έτρεξε στην ακροθαλασσιά, μέχρι που χάθηκαν πίσω από τα βούρλα. Μετά από μια ώρα ο Κίροφ γύρισε κρατώντας τα αχαμνά του και άρχισε να ψάχνει το παντελόνι του. Τα τσιράκια του το είχαν κρεμάσει σε ένα φτυάρι που το είχαν μπήξει στο χώμα. Αφού το φόρεσε, τους πρότρεψε κι εκείνους να κάνουν το ίδιο και τους έδειξε με το χέρι προς τα πού να πάνε.
Τότε ο Μερντάρ πετάχτηκε ξαφνικά και φώναξε, σχεδόν ικετεύοντας τον Κίροφ:
- ’σε με να πάω κι εγώ, Κίροφ. Σε παρακαλώ! Στο Θεό σου αν έχεις! Έκλεισα τα τριάντα και δεν έχω δει μουνί με τα μάτια. Από φυλακή σε φυλακή τριγυρνάω. Να πάω να δοκιμάσω μια φορά για να δω αν μπορώ να γαμήσω.
Και τότε ο Κίροφ έκανε ίσως την πιο ευγενική πράξη της ζωής του. Σφύριξε στα τσιράκια του, τα γύρισε πίσω, όπως μαζεύουν τα σκυλιά, και ξεκίνησε παρέα με τον Μερντάρ.
- Έλα να σε πάω εγώ, του είπε. Ενώ εσείς, μετά. Θα περισσέψει, μη φοβάστε. Έχει η Λουτσία... ίσα με μια φραντζόλα. Θα φτάσει για όλους.
Το απόγευμα ο Σκελκίμ και η παρέα του έφυγαν και πήγαν να βρουν τη Λουτσία. Το βράδυ που γύρισαν εξιστόρησαν τα ανδραγαθήματά τους. Τη βρήκαν σε μια ακροποταμιά και της ζήτησαν να κάνουν έρωτα. Εκείνη δεν δέχτηκε, ήταν πέντε και τους φοβήθηκε. ’ρχισε να τρέχει τσιρίζοντας, αλλά την έφτασαν. Της έσκισαν τα ρούχα, της έδωσαν και δυο σφαλιάρες και την πρόσταξαν να καθίσει φρόνιμα. Τα λεγόμενα του καθενός διέφεραν από του άλλου. Μερικοί έλεγαν ότι δυο την κρατούσαν και ένας την πηδούσε, άλλοι έλεγαν ότι στεκόταν μόνη της. Μετά οι αντιφάσεις συνέκλιναν, είπαν ότι την κρατούσαν στην αρχή, αλλά όταν μετά κουράστηκε και απελπίστηκε, στεκόταν μόνη της. Είπαν στην αρχή ότι την είχαν πηδήξει από τρεις φορές, αλλά στη συνέχεια ο αριθμός αυξήθηκε κατά πολύ. Όλοι συμφώνησαν πως όταν έφυγαν, η Λουτσία έμεινε εκεί ακίνητη. Αργότερα είπαν ότι πέρασαν από κει δυο άτομα, αλλά φοβήθηκαν να επέμβουν. Από τότε όμως που εμφανίστηκαν οι περαστικοί, οι στρατιώτες έφυγαν, αφού πρόσταξαν τη Λουτσία να μη πει τίποτε σε κανέναν. Είχαν απολαύσει το φόβο της, την απόλυτη υποταγή της, είχαν νιώσει κυρίαρχοι, ο ανδρισμός τους είχε επιβεβαιωθεί. Είπαν ότι την Κυριακή θα έπαιρναν άδεια και θα έβγαιναν στην πόλη. Εκεί θα έστηναν καρτέρι σε κάποιο ερημικό σημείο, θα περίμεναν να περάσει μόνη της κάποια γυναίκα και θα χιμούσαν κατά πάνω της. Το να βάζεις κάτω τη γυναίκα και να την κάνεις να παραδοθεί χωρίς να μπορεί να φέρει καμία αντίσταση, έλεγαν, ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση.


----------------------------------------------------------------

Το κορίτσι ήταν στην ηλικία του. Είχε λεπτά, μακριά δάχτυλα, και με το άγγιγμά της ο Γιώργος κάπως συνήλθε. Η ηλικία της τον έκανε να νοιώθει πιο άνετα. Της ξεκούμπωσε το φουστάνι αμήχανα. Δεν του προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση το άγγιγμά της. Σιγά σιγά και χωρίς λόγια άρχισαν να νιώσουν οικειότητα. Του χαμογέλασε με κάποια αθωότητα και του χάιδεψε λιγάκι τα μαλλιά. Είχε γλυκό βλέμμα. Έβγαλε την κυλόττα, τη δίπλωσε με προσοχή και την άφησε πάνω σε ένα τούβλο. Όταν βρέθηκε εντελώς γυμνή μπροστά του και άρχισε να του ξεκουμπώνει το παντελόνι, η στύση του Γιώργου κατακορυφώθηκε ξαφνικά και απότομα, έτοιμη να εκραγεί, ιδίως όταν της έπιασε τις παλάμες των χεριών και άρχισε να τις χαϊδεύει. Τα αδύνατα μπράτσα και τα λεπτά στήθια του κοριτσιού σιγοκουνιώνταν. Είχε ρώγες κατάμαυρες, σα βατόμουρα.
Για το Λάμπη, κάτω στην είσοδο, ήταν ευκαιρία να ανάψει ένα τσιγάρο, καθώς ήταν μόνος. Εκεί δεν μπορούσαν να τον δουν ούτε οι καθηγητές ούτε η επιτροπή της Νεολαίας κατά του καπνίσματος. Απόψε ήταν καθηγητής ο ίδιος.
Ύστερα από λίγο το κορίτσι βγήκε γυμνό στη σκάλα, κρατώντας μπροστά του ένα χαρτόνι, και φώναξε από πάνω:
- Λάμπη, έλα.
- Τελείωσε ο άλλος; ρώτησε ο Λάμπης.
- Τελείωσε... χωρίς καλά καλά να αρχίσει.
Ο Γιώργος κατέβηκε κουμπώνοντας το πουκάμισο και χωρίς να κοιτάξει το Λάμπη, με κάποιο αίσθημα ενοχής.
- Εδώ περίμενε, του είπε ο Λάμπης, χωρίς να του δώσει άλλες εξηγήσεις.
Ο Γιώργος περίμενε στην είσοδο έχοντας στο νου του τα λόγια του κοριτσιού: "Δεν πειράζει".
Ύστερα από λίγη ώρα ο Λάμπης κατέβηκε τις σκάλες και του είπε προστακτικά:
- Πήγαινε, φυλάω εγώ.
Ο Γιώργος ανέβηκε ξανά. Το κορίτσι καθόταν ολόγυμνο πάνω στις σανίδες, σε μια στάση χαλάρωσης. Στο βλέμμα του ήταν ζωγραφισμένη η ικανοποίηση.
- Ο Λάμπης ήταν υπέροχος, του είπε. Το ευχαριστηθήκαμε και οι δυο.
Ο Γιώργος άρχισε να γδύνεται και να πέφτει πάνω της.
- Σιγά, του είπε εκείνη. Βλέπεις, είναι σκληρές οι σανίδες.
- Πώς σε λένε;
- Ζενέπε.
Αγκαλιάστηκαν. Μετά η Ζενέπε έγινε γάτα, λάστιχο, γαντζώθηκε ολόκληρη πάνω στο Γιώργο κι άρχισε να βογκάει. Είχαν αρπαχτεί ο ένας από τους γλουτούς του άλλου και σφίγγονταν με λύσσα.
- Σε είχα ανάγκη, του είπε στο τέλος η Ζενέπε.
Από τα χωρίς κουφώματα παράθυρα ο Γιώργος καθ' όλη τη διάρκεια του έρωτα είχε υπέροχη θέα. Ένοιωθε σαν να είχε βάλει όλη την πόλη κάτω του, μαζί με τα αναμένα φώτα και το θόρυβο του δρόμου. Μόνο ψηλά το κάστρο φάνταζε μουντό και βαρύ. Τα παράθυρά του έμοιαζαν με σκοτεινές τρύπες. Ίσως από τα βλέμματα των φυλακισμένων. Ήταν όμως πολύ μακριά για να του κάνουν μπανιστήρι. Στο κάτω κάτω, δεν τον πείραζε κι αν του έκαναν. Ένοιωθε ευτυχισμένος.
Η λάμπα του δρόμου έστελνε μέσα ένα περίεργο φως, με βαθιές σκιές, που ωστόσο ήταν αρκετό για να φέγγει σε εκείνους που ανεβοκατέβαιναν τα σκοτεινά σκαλοπάτια. Η Ζενέπε είπε στο Λάμπη και στο Γιώργο ότι, αν δεν έβλεπαν να κατεβαίνουν, δεν ήταν ανάγκη να κρύβονται ο ένας από τον άλλο. Ήταν γλυκούληδες και οι δυο, τους είπε. Ο Γιώργος προτιμούσε να ήταν μόνος. Ντρεπόταν το Λάμπη.
Όταν ο Γιώργος έφυγε, δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στο Λάμπη. Δεν ήθελε να σχολιάσει την πράξη του, και μόνο όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του ένοιωσε ανακούφιση, σαν να είχε πάρει ηρεμιστικό.
Μια ιδέα ήταν. Φανταζόταν τον έρωτα σαν κάτι το θεϊκό, το απίθανο. Ο έρωτας όμως είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, το ίδιο του το σώμα.
Κι αν μάθαινε η Ετλέβα για τις πράξεις του; Θα τον κατέκρινε. Όταν όλος ο λαός, συστρατευόμενος σαν ένα σώμα, μάχεται για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αυτός τι κάνει δηλαδή; Ανηθικότητες. Και γίνεται φορέας των αστικών καταλοίπων. Ιδού ο εχθρός, κέρατα δεν έχει.
Στον ύπνο του έρχονταν όλο κάτι περίεργες σκέψεις, γεμάτες άγχος και τύψεις. Αν την είχαν αφήσει έγκυο; Αν από το αλλόκοτο αυτό βάτεμα γεννιόταν κάποιο τέρας, κανένα παρασήμειωμα, που έλεγε η μάνα, με δυο μύτες, τρία αυτιά, σαράντα δάχτυλα; Γιατί όσοι ξεστρατίζουν από το σωστό δρόμο δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να διαστρεβλώνουν τη φύση. Σαν το τέρας που είχε γεννηθεί στο νοσοκομείο. Διασταύρωση της σοσιαλιστικής νεολαίας με την Λερναία Ύδρα. Αν η Σκούρτε Βάτα έκανε έρωτα με τον Δούρειο Ίππο, τι θα γεννιόταν; Στο τελευταίο ανέκδοτο έλεγαν πως αν διασταυρωνόταν ο σκαντζόχοιρος με το φίδι θα γεννιόταν ένα μέτρο συρματόπλεγμα. Σαν εκείνο των συνόρων. Χρειαζόταν όμως τόσο πολύ συρματόπλεγμα στα σύνορα, που δεν μπορούσαν να γεννήσουν ούτε όλα τα φίδια της γης με όλους τους σκαντζόχοιρους του κόσμου. Και με τις χελώνες ακόμα, για να γεννήσουν εκείνα τα πολυβολεία που μοιάζουν με χελωνοκαύκαλα. Και με τις σαύρες, και με τους καλικάντζαρους, και με τους σκορπιούς. Ίσως οι άνθρωποι να έχουν κάτι το διεστραμμένο και το σατανικό πάνω τους, ίσως ο καθένας να κουβαλάει μέσα του το σπέρμα του τέρατος.
Πετάχτηκε ξαφνικά. Μήπως κι αυτός είναι λιγάκι τέρας; Μήπως κουβαλάει μέσα τη διαστροφή; Το μυαλό του συχνά παίρνει ανάποδες στροφές, σα να του συνδέουν λάθος τα καλώδια. Και ο λανθασμένος δρόμος σε βγάζει πάντα στου εχθρού την πόρτα. Το λέει και ο διευθυντής. Διαπίστωνε ότι στα βιβλία που διάβαζε έδινε περισσότερη σημασία στις ερωτικές σκηνές, σα να ήθελε να αποκρυπτογραφήσει τα υπονοούμενα των συγγραφέων, εκείνα τα νοήματα που δε μπορούσαν να τα πούνε με το όνομά τους, που δεν είχαν επινοηθεί οι λέξεις για να τα εκφράσουν. Οι ήρωες των βιβλίων διέφεραν πολύ από την πραγματικότητα, ήταν πάντα δυο άτομα με κοινά ιδανικά, που είχαν αποφασίσει να ζήσουν μαζί στο μέλλον. Για δυο διψασμένα κορμιά που είχαν ανάγκη να σβήσουν τις ερωτικές τους επιθυμίες δεν έγραφαν τα βιβλία. Ίσως αυτός να ήταν διεφθαρμένος και να ενδιαφερόταν μόνο για τη σαρκική πλευρά του έρωτα. Τα κοινωνικά προβλήματα και τα ιδανικά των ηρώων συχνά τα διάβαζε διαγώνια, ίσα να μη χάσει τη συνέχεια της ανάγνωσης. Τα είχε βαρεθεί. Ίσως και οι συγγραφείς να τα έγραφαν ξώκαρδα. Αυτά, σκεφτόταν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ψεύτικο κέλυφος για να δικαιολογήσουν τη συγγραφή των ερωτικών σκηνών. Τελικά έβλεπε τον εαυτό του ανήθικο, γεμάτο ελαττώματα, ανάξιο της επαναστατικής ατμόσφαιρας. Και οι ενοχές τον βασάνιζαν. Κάποιοι στην κοινωνία είχαν θεσπίσει κανόνες και αυτός δεν τους τηρούσε, τους παραβίαζε. Ένοιωθε διεστραμμένος. Και τι θα απογινόταν μ' αυτόν; Τι στόχους είχε βάλει στη ζωή του; Τότε υποσχόταν στον εαυτό του ότι θα προσπαθούσε στο μέλλον να βελτιωθεί και να γίνει ηθικός.