Ποιήματα (Ασημένια Σφίγγα)
Ο Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο στο Βόλο
Γύριζε στη πόλη σκεφτικός
μετά από τόσα χρόνια άγνωστος
στους κλειστούς αρχαίους δρόμους
χορτασμένος εξορίες
ξενητιές και δόξα
Ρώτησε για το σπίτι του
έψαξε απελπισμένα το κλειδί
στο σπασμένο βυθό της γλάστρας
άλλωστε κι οι φίλοι του
έχουν σχεδόν χαθεί
Μπήκε αργά στο καφενείο
ζήτησε αψέντι και πικρό καφέ
βούτηξε τα μυστικά πινέλα του
στα σκοτεινά χρώματα
που καίγαν το κεφάλι
Κι εκεί κατά το σούρουπο
στις βραδινές ερειπωμένες ράγες
χαμένων τρένων αποχωρισμού
τον άγγιξε ανάλαφρα η ταραχή
μιας ανυποψίαστης αγάπης
Η φλέβα της αγάπης
Ανάμεσα στις υπόγειες ρωγμές
του σκοτεινού καιρού
στις χαρακιές του μολυβιού
τα χάσματα
ό,τι μετράει εντέλει
είναι αυτό
το ανεξήγητο σημάδι
της αγάπης
χαραγμένο βαθιά
στο κόκαλο του χρόνου
Requiem
Έρχονται απροειδοποίητα
Φεύγουν από μεγάλη νύχτα
μόνο για να φθάσουν σε μιαν άλλη
Ό,τι ήταν υλικό και στέρεο χάθηκε
σαν υγρή σκιά σε σκοτεινά νερά
Δεν έχουν πατρίδα
Μόνη τους χώρα αυτές
οι στοιχειωμένες βάρκες
Πάνω στα μάτια τους
κροταλίζει η θάλασσα
Δεν έχουν μάτια
Απλώνουν
τα παγωμένα χέρια τους
ψηλαφούν
λησμονιάς πηγάδια στο βυθό
Τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού
όταν λύνουν τους κάβους οι φύλακες
και λάμπει ματωμένη η πανσέληνος
οι πνιγμένοι ρίχνουν ζάρια
με πονηρούς λαθρέμπορους
κι αυτούς με το χρυσό πηγούνι
που παραμονεύουν
Μαύρος αγέρας μοναχικός
ραπίζει το γαλάζιο πέλαγος
Τραγουδούν οι αχιβάδες
την ιστορία του μεγάλου πνιγμού
Μαντεύουμε τον θάνατο
στα ωραία φλυτζάνια του καφέ
Η ασημένια Σφίγγα
Κατά την τελευταία επιστροφή στη πατρίδα
με τις σφαγμένες ελιές
και το ζεστό γαλάζιο θάνατο
βυθισμένη σαν ασημένια σφίγγα
σε βράχους ανελέητους
οι καλοί άνθρωποι ρωτούσαν
αν είμαι ο μονοσάνδαλος
– Όχι, ο γιός του Ρήγα –
φωνάζαν άλλοι
κι έντρομοι κάποιοι μέτραγαν
τα δάχτυλα των χεριών μου
Κι εγώ που δεν επρόλαβα
μηδέ μιαν ευχή να κάνω
καθώς στης νύχτας την ακρόπολη
απ’ τα θραυσμένα μονοπάτια
της φωνής μου
ξεχύθηκε ένα αστέρι
αντί στέκομαι ανήσυχα
αιρετικός προφήτης
με τα μικρά σφυριά μου
στ’ ονείρου την εξώπορτα
κι επιτέλους
το αίνιγμα
που αρνηθήκαμε
ανάβω
Νυχτερινή επανάσταση
στον Φώντα Λάδη
Τα χρόνια όλα της φωτιάς ξαναμοιράζω
Όπως της αγάπης
το λαμπερό σκοτάδι
κι ο δρόμος της επανάστασης
είναι νυχτερινός
Κανείς δεν κοιμάται
Ανοίγεις πρώτη φορά ένα παράθυρο
αργά φωτεινά αθόρυβα σχεδόν
στο κλειστό κι άδειο πια σπίτι
Κανείς δεν κοιμάται
κι ωστόσο ονειρεύεσαι
όταν
σαν φλογερή αστραπή
ανάβεις τον άνεμο
καθώς λές - όχι
με ό,τι ακτινοβολεί ακόμα μέσα σου
κι ανοίγει μια μικρή ρωγμή
για να υψωθεί στο φως
πάνω από την εγκαθίδρυση των δολοφόνων
η ατμομηχανή με τις μυρτιές και τα βάγια
που σπρώχνει ορμητικά πιο πέρα
τον ουρανό της ιστορίας
Κανείς δεν κοιμάται
κι ωστόσο ονειρεύεσαι
- αντίθετα
από στημένα συνέδρια κι εκβιασμούς
από μοχθηρούς γραφειοκράτες
κι εκδορείς τραπεζίτες
πέρα απ’ τα παρατεταμένα ίχνη του αίματος
και το σκουριασμένο συρματόπλεγμα
καθώς παράλογα σηκώνεις το κεφάλι
στο σκοτεινό απόηχο της τέφρας
κι αντικρίζεις τη μελαγχολία της νύχτας
επίμονα να πυρώνει
25 Ιανουαρίου - 5 Ιουλίου, 2015
|