Projects: |
ΠΟΙΗΣΗ
Τα Ασπρόμαυρα Ίκαρος 1975
Ποίηση Δωματίου Ίκαρος 1981
Ενικού Αριθμού ιδιωτική έκδοση 1985
Ασκήσεις σε Μονόζυγο εκτός εμπορίου 1987
Άρση Βαρών ιδιωτική έκδοση 1988
Δοκιμαστικοί Σωλήνες εκτός εμπορίου 1989
Κιβωτός Ύψιλον 1998
Ποιήματα 1975-1998 Ύψιλον 2004
Στιχουργήματα 1987-2003 Ύψιλον 2004
Johan Sebastian Bar Μελάνι 2012
Μάθημα Ωδικής Μελάνι 2018
ΠΕΖΑ
Ο Έψιλον Έρως Ύψιλον 1993
Με γεμάτο στόμα Ύψιλον 2002
Δωμάτιο παντού Μελάνι 2005
Γραμμένα φιλιά Ύψιλον 2006
Πορσελάνη Ύψιλον 2008
Καθρέφτης Ύψιλον 2010
Άνθρωποι από λέξεις Μελάνι 2011
Εκατό Μελάνι 2013
Μαύρο εκλεκτό Μελάνι 2015
Κλεινόν Μελάνι 2016
ΔΟΚΙΜΙΑ
Το Βιβλίο με τις Αντιστίξεις Λέσχη 2003
Το Δεύτερο Βιβλίο με
τις Αντιστίξεις Λέσχη 2006
Το Τρίτο Βιβλίο με Μελάνι 2014
τις Αντιστίξεις
Αντιστίξεις συνολική έκδοση Μελάνι 2018
Προσωπολατρείες Μελάνι 2011
ΑΡΘΡΑ-ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Χρονο-graffiti Καστανιώτης 1995
Tragicomedia Opera 1999
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Πεινιαουρίσματα Μελάνι 2002
Τραγουδί-τραγουδοχέρι Μελάνι 2003
ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟΥ
Απίκιος/Εγχειρίδιο
Γαστρογνωμίας Καστανιώτης 2000
Απίκιος/Πένες σε
μελάνι Μελάνι 2005
Απίκιος Άπαντα Μελάνι 2008
|
Abstract text: |
Αχ βρε Αλεξάνδρα
πόσες βδομάδες
μήνες
χρόνια
πάν' από τότε
κι αυτό το φσσσσ
απ' τη γκαζιέρα
δε λέω να το ξεχάσω
υπάρχουν -είν' αστείο-
τόσα και τόσα
για να σε θυμηθώ
τα σοφά σου λόγια
οι συμβουλές
οι προτροπές σου
και μια γκαζιέρα
κι ένα φσσσσ
σε φέρνει πιο πολύ
κοντά μου
Ασπρόμαυρα 1975
Βρέχει πάλι απόψε
μέρες σεπτεμβρίου φετινές
μα οι σταγόνες πέφτουνε
σε χρόνια ασύμμετρα και μακρινά
στα μάτια σου Mυρτάλη
βρέχει
κι όμως δεν είναι το βρεγμένο χώμα
που ανασαίνω
μα είν' η μυρωδιά απ' τα μαλλιά σου
η μυρωδιά από καπνό βιβλίων διαβασμένων
κι από τ' απόμακρο τριαντάφυλλο
των παιδικών μου χρόνων
είν' απ' το γάλα το ζεστό
κι από τα δάκρυα
είν' από ξύλο κόκκινο
μελάνι
όνειρο
και μοναξιά
βρέχει σε όλες τις γυναίκες
που αγάπησα
Άρση βαρών 1988
ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΓΙΟ
ώσπου έγινες πια δεκαοχτώ χρονώ χρόνος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
Είκοσι πέντε χρονώ χρόνος
κι ακόμα σε νανούριζω
ακόμα σου αλλάζω πάνες
και σε λέω μωρό μου
αράχνη στοργική
σου πλέκω
κουνουπιέρα από λέξεις
για να κοιμάσαι πιο βαθιά
σε μαλακά επίθετα
σβήνω το φως μη σε ξυπνούν
τα επιφωνήματα
ισόβια κατοικώ στην άκρη
της ντουλάπας σου
κρατώ τα ρούχα
ατσαλάκωτα στο σχήμα
των διαδοχικών σωμάτων σου - ψήλωσες
τα σεντόνια σου αερίζω
στο φως
να δω τις χθεσινές φωτογραφίες
που άφησες επάνω τους
κοιμήσου
αυτό το μεσονύκτιο όνειρό σου
εκ προμελέτης το γνωρίζω
δεν έχω λόγια να σου δώσω
μόνο βλέματα
ένα ευρύχωρο σκοτάδι ν' ακουμπήσεις
και μια μικρή σιωπή να ξεκουράζεις
τη φωνή σου
είμαι η λαβή της ομπρέλας όταν βρέχει
το φρένα του αυτοκινήτου πάνω στη στροφή
είμαι ρολόι που σταματά να μην αργήσεις
φωτάκι δρόμου στις γωνιές του ύπνου σου
πλήκτρο του enter στις οθόνες του καιρού
γίνομαι καθετί που σκέφτεσαι ν' αγγίξεις
γίνομαι αέρας για να μη φυσά
κλαις
και τα δάκρυά σου τρέχουν
απ' τα μάτια μου
το στόμα σου ανοίγεις και μιλώ
κεφάλι αγύριστο
και σου 'πα μην ξυρίζεσαι χωρίς σαπούνι
μ' έκοψες πάλι εδώ
στο αριστερό μάγουλο
από κάτω - πονάει
δεν ήπιες όλο το γάλα σου
ξεχνάω το χρόνο για το θηλασμό
ξεχνάω το χρόνο με την πρόφαση
του φθινοπώρου - άργησες
πόσα φθινόπωρα καλοκαίρια χρόνια τώρα
δε σε μεγαλώνω
χρόνος πάνω σε χρόνο
μνήμη που ανακαλύπτει τον τροχό
και τη φωτιά
μέσα στο βλέμμα σου ατονεί
η πιο μεγάλη παρομοίωση
φάντασμα ονείρου πανταχού παρόν
σαν αλογάκι είσαι και σαν ζαρκαδάκι
σε μελετώ τις νύχτες
δύσκολη σπουδή στα άσπρα
πλήκτρα ξαφνικής βροχής
όταν ξαναμικρύνω θέλω να σου μοιάσω
αγύριστο κεφάλι
μην περιμένεις γιο μου να σ' αποκαλώ
αφού καλά το ξέρεις
είσαι ο πατέρας μου
και κάθε μέρα με ξαναγεννάς
Κιβωτός 1998
Bαριά, κρυστάλλινη καράφα, προορισμένη για ηδύποτα.
Διαυγής, με τη λευκότητα του πολύτιμου γυαλιού που παρατηρεί τον κόσμο, σαν παχύς, μυωπικός φακός.
Μόνο μια πλατιά μπορντό γραμμή τη διασχίζει, σε ελεύθερο, αλλά αυστηρό, σχήμα.
Πώμα βαρύ και λαξευμένο εξαγωνικά τη στεφανώνει και καλύπτει στοργικά το κενό, μια και τίποτα δεν περιέχει.
Εκεί, μες στη βιτρίνα του σαλονιού, υπεροπτικά στέκεται. Γύρω της, τα τρία ποτηράκια (ήταν τέσσερα, μα έσπασε προ ετών το ένα - η μόνη της απώλεια).
Πότε να μπήκε στο σπιτικό μας; Από μικρό παιδί τη θυμάμαι.
Πάντοτε άδεια, πάντα διακοσμητική, συνόδευσε με συνέπεια τις αλλαγές των ιδιωτικών τοπίων.
Μετακομίσεις σπιτιών, αλλαγές χώρων, μεταπτώσεις συναισθημάτων.
Σιωπηλός λύχνος του Αλαδίνου, κανένα θαύμα δεν πραγματοποίησε, καμιά κρυφή επιθυμία δεν εκπλήρωσε, αφού επί δεκαετίες μένει στωικά μόνη και άδεια.
Α, μοναξιά του μοναχικού κρυστάλλου...
Ποτέ, καμία σάρκα πηχτού υγρού δεν έρευσε μέσα της, ποτέ τίποτα ιλαρό δεν ανακατένειμε στις στιγμές της συντροφικότητας των άλλων.
Πάντα κενή... Αυτή η πληκτική οικειότητα του μακρινού κενού, ποτέ δεν έστερξε, εντούτοις, να αρνηθεί την ανάπαυση του βλέμματος.
Κατάντησε ωρολόγιο χωρίς μηχανισμό, και με αόρατους δείκτες, σοβαρή και ασίγαστη, στοχαστικά με την κενότητά της μέτρησε το χρόνο μου.
O πατέρας μου πέθανε, η μάνα μου πέθανε, ο γιος μου πέθανε, κι εκείνη ειρωνικά παρατηρεί τα τεκταινόμενα.
Oύτε υποψία μέθης, ούτε σταγόνα χαλαρού οινοπνεύματος δεν έρχεται ποτέ να διακόψει την ψυχρότητα αυτής της παρατήρησης.
Τη βλέπω από μακριά και την προσπερνώ, σχεδόν χωρίς να την κοιτάξω, αφού το ξέρω πια καλά πως περιμένει κι εμένα να πεθάνω.
Ευγενική, ανέγγιχτη και κρύα.
Με γεμάτο στόμα 2002
|